Η νομιμότητα της υποχρεωτικής συμμετοχής σε διαδικασία συμβιβασμού.
Η νομιμότητα της υποχρεωτικής συμμετοχής σε διαδικασία συμβιβασμού, όπως προέκυψε από την υπόθεση Alassini. --------------
Παρασκευή Γ. Επιτροπάκη
Η νομιμότητα της προηγούμενης της δικαστικής προσφυγής υποχρεωτικής συμμετοχής σε διαδικασία συμβιβασμού, όπως προέκυψε από την υπόθεση Alassini.
--------------
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η διαμεσολάβηση εκκινείται: α) κατόπιν πρωτοβουλίας των μερών μετά από σχετική συμφωνία (ex voluntate), β) μετά από σύσταση ή εντολή δικαστηρίου (ex juditio) και γ) υποχρεωτικά όταν υφίσταται σχετική εκ του νόμου πρόβλεψη (ex lege).
Παρά τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει ο θεσμός της διαμεσολάβησης, παρατηρείται διεθνώς ότι υπάρχει επιφύλαξη ως προς την εφαρμογή της, αν και τα ποσοστά χρήσης της είναι δυσανάλογα μικρά σε σχέση με τα υψηλά ποσοστά διευθέτησης που παρουσιάζει ή με τον βαθμό ικανοποίησης όσων τη δοκίμασαν (φαινόμενο που χαρακτηρίστηκε ως «το παράδοξο της διαμεσολάβησης» [Marcello Marinari, Italy, EU Mediation law and practice, σ. 188] και που οφείλεται σε παράγοντες όπως: άγνοια, απροθυμία των μερών, επιφυλακτικότητα των νομικών παραστατών, δισταγμό στην υποβολή της σχετικής πρότασης, έλλειψη εκπαίδευσης εντός και εκτός πανεπιστημίων κ.λπ.). Ως εκ τούτου, δεν χρησιμοποιείται ευρέως στην πράξη, παρά τα προφανή πλεονεκτήματά της.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, σε διάφορες πολιτείες των Η.Π.Α. δοκιμάστηκε η εκ του νόμου πρόβλεψη υποχρεωτικής συμμετοχής στη διαμεσολάβηση προ της δικαστικής προσφυγής, μέτρο που εφαρμόστηκε με εξαιρετικά αποτελέσματα. Στις περιπτώσεις αυτές, η προσφυγή στη διαμεσολάβηση για την επίλυση διαφόρων κατηγοριών υποθέσεων απαιτείται εκ του νόμου ως απαραίτητο στάδιο προ της δικαστικής προσφυγής . Παρόμοιες περιπτώσεις υποχρεωτικής υπαγωγής στη διαμεσολάβηση συναντώνται και σε άλλες χώρες, όπου τίθεται συνήθως διαδικαστική προϋπόθεση προ της έναρξης της δικαστικής διαμάχης, χωρίς έτσι να παρεμποδίζεται η προσφυγή του προσώπου στον φυσικό του δικαστή. Καθίσταται σαφές πως η υποχρεωτική διαμεσολάβηση θέτει συγκεκριμένα χρονικά όρια στη δυνατότητα των διαφωνούντων να επηρεάσουν την επίλυση της διαφοράς τους από μόνα τους, προ της ενάσκησης του δικαιώματός τους να προσφύγουν.
Σε κάθε περίπτωση, η υποχρεωτικότητα αναφέρεται στη συμμετοχή στη διαμεσολαβητική διαδικασία και όχι στην επίτευξη συμφωνίας, κάτι το οποίο εναπόκειται αποκλειστικά στη διακριτή ευχέρεια των μερών.
Η κριτική κατά της υποχρεωτικής εκ του νόμου διαμεσολάβησης εστιάζεται κυρίως στην απουσία του φυσικού δικαστή και στη διαφαινόμενη «ιδιωτικοποίηση» της επίλυσης των διαφορών, γεγονός που κατά κάποιους οδηγεί στην εξάλειψη της αξίας της δικαιοσύνης. Η έλλειψη, επίσης, εγγυήσεων για την εφαρμογή του νόμου, σε αντίθεση με τις δικαστικές αποφάσεις, προκαλεί σε κάποιους ανασφάλεια ως προς την εφαρμογή πραγματικά δίκαιων λύσεων. Προτείνεται δε από κάποιους η αλλαγή νοοτροπίας των εμπλεκόμενων πλευρών, προκειμένου να αγκαλιάσουν τον θεσμό της διαμεσολάβησης, αντί της επιβολής μέτρων υποχρεωτικής εφαρμογής της διαμεσολάβησης.
Τον δρόμο αυτόν φαίνεται να ακολουθεί και η ίδια η Οδηγία, που αφενός καλεί τα Μέρη να ενημερώσουν τον πληθυσμό για τη διαμεσολάβηση και αφετέρου αναφέρεται στη βελτίωση των παρεχόμενων διαμεσολαβητικών υπηρεσιών, προκειμένου να αποκτήσει την απαραίτητη εγκυρότητα και ακεραιότητα. Ωστόσο, η ίδια η Οδηγία, ενώ δεν το επιβάλλει, αποδέχεται ότι μπορούν τα Κράτη-Μέλη να υιοθετήσουν μέτρα υποχρεωτικότητας.
Παρόμοιες ρυθμίσεις υποχρεωτικής διαμεσολάβησης θεωρούνται συμβατές με την κοινοτική νομοθεσία και δη το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που ρυθμίζει το δικαίωμα στην απρόσκοπτη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, με το αιτιολογικό ότι η καθιέρωση ενός υποχρεωτικού προκαταρκτικού σταδίου προ της δικαστικής προσφυγής, ακόμα και χωρίς τη συναίνεση των διαδίκων είναι νόμιμη, με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι επιταγές του εύλογου χρόνου και της διαφάνειας.
Για τη νομιμότητα παρόμοιων ρυθμίσεων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έχει ήδη αποφανθεί θετικά, όπως στην Απόφαση της 18.03.2010, με συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-317/08 έως C-320/08, Rosalba Alassini κ.λπ. κατά Telecom Italia Spa κ.λπ. (βλ. Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. C 134, 53ό έτος, 22 Μαΐου 2010 για την υποχρεωτική διαπραγμάτευση. Βλέπε ιδίως την υπόθεση C-75/16- Menini and Rampanelli, όπου το δικαστήριο έκρινε πως η υποχρεωτική διαμεσολάβηση είναι νόμιμη, τάσσοντας συγκεκριμένες προϋποθέσεις).
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας διαπίστωσε στην υπόθεση Alassini ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, όπως το δικαίωμά του για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δεν αποτελούν απόλυτο προνόμιο αλλά μπορούν να περιέχουν περιορισμούς με την προϋπόθεση οι τελευταίοι να ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος.
Έτσι, η προηγούμενη της δικαστικής προσφυγής υποχρεωτική συμμετοχή σε διαδικασία συμβιβασμού, κρίθηκε ότι είναι νόμιμη και εντός των πλαισίων της αρχής της ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας, εφόσον:
δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη ως προς την επίτευξη συμφωνίας,
παρέχει στα μέρη το δικαίωμα αποχώρησης από τη διαδικασία,
εν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ένδικου βοηθήματος,
αναστέλλει-διακόπτει την παραγραφή των οικείων δικαιωμάτων και
δεν επιβαρύνει τα μέρη με δυσανάλογα έξοδα.
Ως προς τα θετικά της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, έχει παρατηρηθεί ότι:
όπου έχει δοκιμαστεί, έχει τύχει θετικής υποδοχής από το κοινό .
Ακόμα και σε περιπτώσεις, όπου εξ αρχής δεν διαφαίνονταν καθαρά περιθώρια ειρηνικής διευθέτησης της διαφοράς, έχει παρατηρηθεί εμπειρικά πως με τη διαμεσολάβηση βρέθηκαν λύσεις .
Διαπιστώνεται τελικά ότι σημειώνονται παρόμοια υψηλά ποσοστά ευδοκίμησης της διαμεσολαβητικής διαδικασίας μεταξύ των διαδικασιών που εκκινούνται αυτοβούλως και αυτών που επιβάλλονται δια νόμου .
Σημειώθηκε σημαντική μείωση των δικαστικών εξόδων στις περιπτώσεις όπου υπήρξε επιτυχής έκβαση στη διαμεσολάβηση.
Στις υποθέσεις όπου η διαμεσολάβησης δεν κατέληξε επιτυχώς, μειώθηκε σημαντικά ο χρόνος ολοκλήρωσης της μεταγενέστερης δικαστικής αντιδικίας.
Αυξάνεται και ο αριθμός των εκουσίων διαμεσολαβήσεων, προφανώς λόγω εξοικείωσης του νομικού κόσμου αλλά και του κοινού με τον θεσμό .
Η Ιταλία ήταν η χώρα εντός της Ε.Ε. που επέδειξε την πλέον τολμηρή στάση έναντι της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, εφαρμόζοντας σχετικά μέτρα όταν ενσωμάτωσε στο εθνικό την δίκαιο κοινοτική Οδηγία, πρωτοβουλία που χαιρετίστηκε θετικά από τα κοινοτικά όργανα και επέδειξε εντυπωσιακά αποτελέσματα . Προκειμένου δε να αντιμετωπιστεί ο αντίλογος κατά της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, έχει πρόσφατα υιοθετηθεί από την Ιταλία, σε αντικατάσταση του προηγούμενου αυστηρότερου μοντέλου , το μοντέλο “opt out”, σύμφωνα με το οποίο είναι μεν υποχρεωτική η προσφυγή σε διαμεσολάβηση, ωστόσο την ίδια ώρα καθίσταται εύκολη και δίχως κυρώσεις η μη συμμετοχή εν τέλει των μερών στη διαδικασία αυτή ή η αναιτιολόγητη αποχώρησή τους. Σε κάθε περίπτωση, από την πράξη αποδεικνύεται ότι το μέτρο αυτό είναι που επιτυγχάνει περισσότερο από κάθε άλλο τη μέγιστη συχνότητα εφαρμογής του θεσμού.
Από τα νούμερα δε του Πίνακα με τίτλο «Τα πλέον επιτυχημένα νομοθετικά μοντέλα προώθησης της διαμεσολάβησης» του POLICY DEPARTMENT - CITIZENS’ RIGHTS AND CONTITUTIONAL AFFAIRS (πηγή: “Rebooting” the Mediation Directive De Palo), γίνεται ξεκάθαρο ότι τα μέτρα υποχρεωτικότητας είναι αυτά που εν τέλει εξασφαλίζουν εκτεταμένη χρήση της διαμεσολάβησης, το παράδειγμα δε της Ιταλίας βρίσκει διαρκώς μιμητές, ακόμα και στις χώρες όπου αρχικά γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η διαμεσολάβηση, δηλαδή τη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α., όπου η υποχρεωτική εφαρμογή της κερδίζει συνεχώς έδαφος .
(Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τη συντάκτρια στα πλαίσια της βασικής εκπαίδευσης διαμεσολαβητών του ΚΕΔΙΒΙΜ του ΕΚΠΑ)