Δικηγόροι και διαμεσολάβηση: σχέση αγάπης ή μίσους;
Δικηγόροι και διαμεσολάβηση:
σχέση αγάπης ή μίσους;
(To παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο άρθρο 17 του περιοδικού "ΔΙΚΑΙΟΡΑΜΑ")
Ι. Πολύ σύντομα η Διαμεσολάβηση θα αποτελέσει καθημερινή πρακτική για τον Έλληνα δικηγόρου. Η Ελλάδα φαίνεται, ότι θα είναι μία από τις πρώτες χώρες της ΕΕ που θα υιοθετήσουν την Οδηγία 2008/52/ΕΚ της 21ης Μαΐου 2008 για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, μιας και η σχετική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή που είχε συσταθεί ήδη όταν Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο κ. Αναστάσης Παπαληγούρας θα ολοκληρώσει σύντομα το έργο της.
Σύμφωνα με τον ορισμό που περιέχει η Οδηγία, Διαμεσολάβηση είναι:
«Διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των μερών, να προταθεί ή να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους. Η έννοια αυτή περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση εκ μέρους δικαστή που δεν έχει επιληφθεί τυχόν δικαστικών διαδικασιών σχετικών με την εν λόγω διαφορά. Δεν περιλαμβάνει τις απόπειρες που γίνονται από το δικαστήριο ή τον δικαστή που έχει επιληφθεί της υπόθεσης για την επίλυση διαφοράς κατά τη διάρκεια της σχετικής με την εν λόγω διαφορά δίκης.»
Ο διαμεσολαβητής πολύ συχνά αναφέρεται ως «καταλύτης» και η διαμεσολάβηση ως «επιβοηθούμενη διαπραγμάτευση». Ο διαμεσολαβητής δεν είναι βέβαια μάγος, αλλά με την εκπαίδευσή του έχει ένα σύνολο εργαλείων που θα του επιτρέψουν να βοηθήσει και τις δυο πλευρές να δουν καλύτερα τα πραγματικά τους συμφέροντα και να τα αναδείξει ουσιαστικά, ώστε με βάση αυτά να επιτευχθεί συμφωνία, η οποία δεν θα είναι συμβιβασμός. Μετά την αρχική συνάντηση, η οποία πάντοτε διεξάγεται πάντων παρόντων και στην οποία θα ακουσθούν όλοι συμπεριλαμβανομένων και των δικηγόρων, ο διαμεσολαβητής έχει τη δυνατότητα να καλέσει την κάθε πλευρά σε χωριστές συναντήσεις που διεξάγονται σε αυστηρά εμπιστευτική βάση. Οι πληροφορίες που δίδονται στο διαμεσολαβητή, αφορούν μόνο τον ίδιο και η αποκάλυψη του περιεχομένου τους στο άλλο μέρος δεν επιτρέπεται χωρίς τη συναίνεση του μέρους, το οποίο τις ανέφερε. Το συμφωνητικό, που συντάσσεται από τους παρισταμένους δικηγόρους και συνήθως υπογράφεται στο τέλος της ημέρας, εμπεριέχει την επιτευχθείσα συμφωνία, η οποία συνήθως δεν περιορίζεται στη ρύθμιση της αρχικής διαφοράς, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα θέματα ανοίγοντας στις δύο –αρχικά αντιμαχόμενες- πλευρές νέα πεδία συνεργασίας. Από τη στιγμή δε που το συμφωνητικό καταστεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 του ΚΠολΔ, ώστε να αποτρέπεται η μη τήρηση των συμφωνηθέντων.
Η διαμεσολάβηση είναι όχι μόνο εκούσια, οικειοθελής διαδικασίας, με την έννοια ότι δεν είναι και δεν πρέπει να είναι υποχρεωτική, αλλά αφήνει την εξουσία επιλογής της λύσης στη διαφορά αποκλειστικά στα αντιμαχόμενα μέρη. Ο διαμεσολαβητής δεν έχει καμία απολύτως εξουσία να αποφασίζει το δίκαιο ή το σωστό, δεν είναι ούτε δικαστής ούτε διαιτητής, αλλά έργο του είναι μόνο να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, ώστε τα μέρη να καταλήξουν σε λύση στη διαφορά τους. Κατά κανόνα, ο διαμεσολαβητής εκφράζει την άποψή του μόνο όταν ομόφωνα του ζητηθεί.
Μήπως ο δικηγόρος, που σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Δεοντολογίας είναι υποχρεωμένος να καταβάλει προσπάθεια για τη συμβατική (εξωδικαστική) επίλυση των διαφορών, θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά και την διαμεσολαβητική επιλογή για την επίλυση των διαφορών των πελατών του; Σε άλλες έννομες τάξεις η παράλειψη του δικηγόρου να εξετάσει και αυτή την επιλογή ενημερώνοντας σχετικά τον πελάτη του θεωρείται σοβαρή αμέλεια και θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης του πελάτη.
ΙΙ.Η διαμεσολαβητική επιλογή συνίσταται στην επικοινωνία με το Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας ή όποιο άλλο Κέντρο θα προσφέρει διαμεσολαβητικές υπηρεσίες στο μέλλον και συνοπτική παρουσίαση της διαφοράς. Το Κέντρο έρχεται σε επαφή με τον «αντίδικο», τον ενημερώνει για το θεσμό της διαμεσολάβησης και – εφόσον συμφωνεί – τον καλεί να προσέλθει σε διαμεσολάβηση. Οι δυο πλευρές έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν διαμεσολαβητή από τον κατάλογο του Κέντρου, ή σε περίπτωση που δεν συμφωνούν, ο διαμεσολαβητή θα διορισθεί από το Κέντρο. Οι αντιμαχόμενες πλευρές συνοδευόμενες από τον δικηγόρο τους προσέρχονται στη συνάντηση της διαμεσολάβησης στην οποία παρευρίσκεται και ο διαμεσολαβητής. Σε ποσοστό 75% όπως δείχνουν οι διεθνείς στατιστικές, η διαφορά θα επιλυθεί στη διάρκεια μιας ημέρας (για την οποία οι δικηγόροι θα πληρωθούν), η λύση ανταποκρίνεται συνήθως απόλυτα στα πραγματικά συμφέροντα των αντιμαχομένων πλευρών και η τήρηση των συμφωνηθέντων συνήθως είναι απαρέγκλιτη, δεδομένου ότι η επιτευχθείσα λύση δεν επεβλήθη από τρίτο πρόσωπο, αλλά προέκυψε κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης και γίνεται αυτοβούλως αποδεκτή από τα μέρη.
Εκτός από την από τον Κώδικα περί Δικηγόρων διαφαινόμενη υποχρέωση του δικηγόρου να επιχειρήσει τη διαμεσολάβηση, η ταχύτητα στην επίτευξη λύσης της διαφορά ενδεχόμενα να συνηγορεί σοβαρά, ίσως και πρωταρχικά, στον δικηγόρο υπέρ της διαμεσολάβησης. Η επίτευξη λύσης συνήθως περιλαμβάνει χρηματική καταβολή και αν η χρηματική καταβολή επιτυγχάνεται στα αρχικά στάδια μιας διαδικασίας είναι πάντοτε περισσότερο από ευπρόσδεκτη, ακόμη και αν δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο των απαιτήσεών μας. Και βέβαια χρηματική καταβολή στο πελάτη κατά κανόνα περιλαμβάνει και πληρωμή του δικηγόρου του, η οποία πληρωμή και η ευκολία με την οποία καταβάλλεται δεν είναι παρά συνάρτηση της ικανοποίησης που αισθάνεται ο πελάτης για τις υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν. Ποιος πελάτης δεν είναι ικανοποιημένος, όταν η λύση στο πρόβλημά του ανταποκρίνεται στα πραγματικά συμφέροντά του – δεν του επιβάλλεται από τον Δικαστή – και επιτυγχάνεται χωρίς μακροχρόνιες διαδικασίες και υπέρογκες δαπάνες;
Εξ άλλου όπως ο κάθε δικηγόρος γνωρίζει, ο ευχαριστημένος πελάτης θα επιστρέψει και για την επόμενη υπόθεσή του θα εμπιστευθεί εκείνο τον δικηγόρο, ο οποίος έθεσε ως πρωταρχικό μέλημά του την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη του για ταχεία και αποτελεσματική επίλυση της διαφοράς.
Αλλά ακόμη και αν δεν επιτευχθεί συμφωνία κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, η λύση επιτυγχάνεται μετά το πέρας αυτής, όπως συχνά συμβαίνει στη πρακτική άλλων εννόμων τάξεων στις οποίες η διαμεσολάβηση έχει πλέον εδραιωθεί, όπως είναι οι ΗΠΑ.
Κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης ο δικηγόρος θα έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει καλύτερα τη νοοτροπία, τις θέσεις και τα συμφέροντα όχι μόνο του πελάτη του αλλά και της άλλης πλευράς. Αυτή η εμβάθυνση στην υπόθεση και μάλιστα στα όχι ακραιφνώς νομικά χαρακτηριστικά της, θα του επιτρέψει να τη χειρισθεί, σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης, με μεγαλύτερη επιτυχία ενώπιον των δικαστηρίων
Έτσι δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί, ότι σε κάθε περίπτωση, είτε αποτυχίας είτε επιτυχίας, τα θετικά στοιχεία της διαμεσολάβηση είναι τόσο ισχυρά ώστε να αποτελεί πράγματι σοβαρή παράλειψη η αποφυγή της.
ΙΙΙ.Για την επιτυχή έκβαση της διαμεσολάβησης απαραίτητη προϋπόθεση είναι η παρουσία του εκπαιδευμένου γι’αυτό το σκοπό διαμεσολαβητή και η θετική αντιμετώπισή του από τους παριστάμενους δικηγόρους. Όπως ο διαμεσολαβητής δεν προβλέπεται να δίνει νομικές συμβουλές στις δυο πλευρές, έτσι και ο δικηγόρος δεν μπορεί να υποκαταστήσει το διαμεσολαβητή στο έργο του. Κάθε ρόλος είναι διακριτός και αλληλοσυμπληρούμενος. Συνήθως, βέβαια, στη διεθνή πρακτική ο διαμεσολαβητής είναι δικηγόρος, ιδιότητα που εκ προοιμίου παρέχει εχέγγυα επαγγελματισμού και αυστηρής δεοντολογίας. Όμως, αφενός, ο διαμεσολαβητής δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με κανένα από τα μέρη, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν αντικειμενικός, αμερόληπτος και ανεξάρτητος. Σε περίπτωση μάλιστα που υπάρχει κάποια σχέση, όποια να είναι και αυτή, ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος από τον Κώδικα Δεοντολογίας των Διαμεσολαβητών που έχει αποδεχθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ισχύει στην Ευρώπη, να ενημερώσει σχετικά και τις δύο πλευρές. Αφετέρου, κάθε δικηγόρος δεν μπορεί να είναι διαμεσολαβητής, αλλά μόνο εκείνος που έχει υποστεί εκπαίδευση και έχει περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις διαπίστευσής του.
Μια διαμεσολάβηση έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, όταν ο δικηγόρος συνεργάζεται με τον συνάδελφό του της άλλης πλευράς για τον διορισμό του διαμεσολαβητή, τον ενημερώνει ορθά και εγκαίρως για την ακριβή ημερομηνία και ώρα της συνάντησης, ερευνά τα πραγματικά και νομικά ζητήματα της διαφοράς σε βάθος και σχεδιάζει στρατηγική διαπραγμάτευσης, στέλνει εγκαίρως στο διαμεσολαβητή ενημερωτικό φάκελο για την υπόθεση και προετοιμάζει τον πελάτη του για την διαδικασία.
Επίσης, ο δικηγόρος που επιθυμεί πραγματικά να λυθεί η διαφορά στη διαμεσολάβηση, συζητά με τον διαμεσολαβητή για κάθε σημαντικό θέμα και δεν διστάζει να του εμπιστευτεί τις απόψεις του για τον αντίδικο, αλλά και προβλήματα που αντιμετωπίζει με τον πελάτη του. Οι πληροφορίες αυτές ενισχύουν την αποτελεσματικότητα του διαμεσολαβητή.
Επιπροσθέτως, ο δικηγόρος, κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, οφείλει να υποστηρίζει τα συμφέροντα του πελάτη του, χωρίς όμως να ανταγωνίζεται, να κατηγορεί, να προσβάλλει το άλλο μέρος. Η διαφορά θα επιλυθεί, αν τα μέρη ακούσουν το ένα το άλλο και δείξουν ενδιαφέρον και κατανόηση για τα συμφέροντα και τις επιθυμίες του «αντιδίκου» τους.
Αλλά και κατά την διάρκεια των επιμέρους συναντήσεων, ο δικηγόρος θα πρέπει να αφήνει τον διαμεσολαβητή να κάνει διερευνητικές ερωτήσεις, ακόμη και να συζητά κατ’ ιδίαν με τον πελάτη. Αυτές οι συζητήσεις συμβάλλουν στην καλλιέργεια σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ διαμεσολαβητή και πελάτη, στη διαμόρφωση ρεαλιστικών προσδοκιών και τελικά, στον διακανονισμό των υποθέσεων (βλπ. Jeff Kichaven, στο άρθρο του “Six Ways To Sabotage A Mediation”(www.mediate.com/articles/kichavenJ16.cfm),.
Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ο δικηγόρος δεν είναι «μαχητής» (litigator), αλλά έχει καθήκον και υποχρέωση απέναντι στο πελάτη του και κατ’ επέκταση στον διαμεσολαβητή να τον διευκολύνει στη συζήτηση, ώστε να διενεργείται καλόπιστα και με ειλικρίνεια, και να τον επικουρεί στην αναζήτηση, στην ανεύρεση και στη διατύπωση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο των πραγματικών συμφερόντων πάνω στα οποία θα βασίζεται η συμφωνία. Θα πρέπει να ενημερώνει τον πελάτη του με σαφήνεια και ειλικρίνεια για τις εναλλακτικές λύσεις που του παρουσιάζονται σε περίπτωση που δεν θα αποδεχθεί τη διαμεσολάβηση ή τη πιθανή λύση που προκύπτει από αυτή και να τον βοηθήσει να επιλέξει εκθέτοντάς του όλους τους πιθανούς κινδύνους. Ο δικηγόρος στη διαμεσολάβηση συνεχίζει να είναι νομικός παραστάτης με την έννοια, ότι είναι εκείνος ο οποίος όχι μόνο θα πληροφορεί τον πελάτη του για τη νομιμότητα κάθε διατυπούμενης προτάσεως, αλλά και θα ελέγξει την επιτευχθείσα συμφωνία και θα την διατυπώσει εγγράφως.
ΙV.Ο Σύνδεσμος Ανωνύμων Εταιρειών και ΕΠΕ, σωματείο μη κερδοσκοπικού σκοπού που ιδρύθηκε και λειτουργεί ανελλιπώς από το 1922, ανταποκρινόμενο στην ανάγκη των επιχειρήσεων για ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επίλυση των διαφορών τους, αποφάσισε στη Τακτική Γενική του Συνέλευση της 30.3.2006 να συστήσει το Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας (ΕλλΚΔΔ) με σκοπό να διασφαλίζει την εφαρμογή και να παρακολουθεί την εξέλιξη της διαμεσολάβησης μεταξύ των επιχειρήσεων που επιλέγουν τη διαμεσολάβηση για την επίλυση των διαφορών τους.
Το ΕλλΚΔΔ διαθέτει το δικό του Κανονισμό Λειτουργίας, Κώδικα Δεοντολογίας καθώς και ειδικά διαμορφωμένους χώρους για τη διενέργεια διαμεσολαβήσεων.
Στην προσπάθειά του αυτή το Υπουργείο Ανάπτυξης – Ειδική Γραμματεία για την Ανταγωνιστικότητα ανταποκρίθηκε άμεσα και ενέταξε τη Διαμεσολάβηση μεταξύ των ΜμΕ ως δράση στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα & Επιχειρηματικότητα» (ΕΠΑΝ ΙΙ) 2007-2013, ενώ παράλληλα χρηματοδότησε την για πρώτη φορά εκπαίδευση στην Ελλάδα διαμεσολαβητών, οι οποίοι το Δεκέμβριο 2008 πιστοποιήθηκαν από τον έγκριτο οργανισμό του Ηνωμένου Βασιλείου Chartered Institute of Arbitrators, τα δε πιστοποιητικά τους έλαβαν σε επίσημη τελετή που πραγματοποιήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2008, παρουσία του ίδιου του Προέδρου Chartered Institute of Arbitrators και του Υφυπουργού Ανάπτυξης κ. Σταύρου Καλαφάτη.
Στην ίδια τελετή υπογράφηκε από εκπροσώπους των παραγωγικών τάξεων η παρακάτω Διακήρυξη Προθέσεων, με την οποία ελπίζεται, ότι θα επιτευχθεί η σύνδεση μεταξύ των παρεχομένων από τους διαμεσολαβητές του ΕλλΚΔΔ υπηρεσιών και των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.