Γνωριμία με τη Διαμεσολάβηση, μια «εξωτική νεοφερμένη».
Γνωριμία με τη Διαμεσολάβηση, μια «εξωτική νεοφερμένη».
της Ελένης Πλέσσα*
(το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο: www.juria.gr)
Είναι αλήθεια πως έξω από το μικρό μας Γαλατικό χωριό - που άλλοτε αντιστέκεται και επαναστατεί για δίκαιους και αξιόμαχους λόγους και άλλοτε απλώς πεισματικά αρνείται να ακολουθήσει την εξέλιξη και επιμένει στο “the Greek way”- οι Εναλλακτικοί Τρόποι Επίλυσης των Διαφορών είναι απολύτως καθιερωμένοι, αποδεκτοί και πάνω από όλα αποτελεσματικοί. Το ADR (Alternative Dispute Resolution) περιλαμβάνει τις Διαπραγματεύσεις, τη Διαμεσολάβηση και τη Διαιτησία και έχει αναπτυχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Τυγχάνει μεγάλης εφαρμογής στις διασυνοριακές διαφορές ενώ όλο και πιο συχνά κάνουν την εμφάνισή τους συμβατικές ρήτρες οι οποίες μιλούν για υποχρεωτικά «σκαλοπάτια» με πρώτο το στάδιο των Διαπραγματεύσεων, δεύτερο αυτό της Διαμεσολάβησης και τρίτο είτε τη Διαιτησία είτε την προσφυγή στη δικαιοσύνη.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η Διαμεσολάβηση τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος και αποκτά όλο και περισσότερους υποστηρικτές τόσο στο πλατύ κοινό (στους ενδεχόμενους διαδίκους δηλαδή) όσο και στο νομικό κόσμο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Bar Council της Αγγλίας, το οποίο αναγνωρίζοντας την εξάπλωση του θεσμού, παρέχει κατάλογο με τους δικηγόρους που είτε έχουν παρακολουθήσει την εκπαίδευση είτε έχουν διαπιστευτεί ως διαμεσολαβητές «διαφημίζοντας» τις ιδιαίτερες δεξιότητες που μπορεί κανείς να λάβει από τη διαδικασία αυτή (http://www.barcouncil.org.uk/about/find-a-barrister/BarristerMediators).
Στην Ελλάδα, ο «νέος» για τα δεδομένα μας θεσμός κάνει δειλά τα πρώτα του βήματα ύστερα και από την ψήφιση (μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο) του ν. 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 2008/52/ΕΚ). Το έδαφος όμως προετοιμαζόταν εδώ και χρόνια. Το Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας (www.hellenic-mediation.gr) ιδρύθηκε το 2006 ενώ το έτος 2010 συστάθηκε η Ένωση Ελλήνων Διαμεσολαβητών με μέλη της όλους τους ήδη διαπιστευμένους από οργανισμούς κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Έλληνες διαμεσολαβητές (συγκεντρωμένες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε και στο www.diamesolavisi.com).
Είναι πάντως αλήθεια πως από τη στιγμή που έγινε γνωστή στο ευρύτερο κοινό (νομικό ή μη), η διαμεσολάβηση έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις όπως κάθε γοητευτική και εξωτική παρουσία η οποία συνοδεύεται από το μυστήριο του αγνώστου. Μήπως μια μικρή περιήγηση στον κόσμο της διαφωτίσει λίγο περισσότερο το δικό μας;
Για «τους σκοπούς της παρούσας παρέμβασης» ας δώσουμε τους ορισμούς που παρέχει και ο νεοψηφισθείς νόμος (για τους σκοπούς του και εκείνος): «Ως διαμεσολάβηση νοείται διαρθρωμένη διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή». Και ποιος είναι αυτός ο διαμεσολαβητής; Στο επόμενο ακριβώς εδάφιο δίνεται η απάντηση «Ως διαμεσολαβητής νοείται τρίτο ως προς τους διαδίκους πρόσωπο το οποίο ζητείται να αναλάβει διαμεσολάβηση με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ορίστηκε ή ανέλαβε να τελέσει την εν λόγω διαμεσολάβηση. Ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι δικηγόρος διαπιστευμένος ως διαμεσολαβητής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7».
Οι ορισμοί είναι αναμφίβολα αναγκαία συνθήκη. Για να μην καταντήσουν όμως… αφορισμοί καλό είναι να συνοδεύονται και από ένα πρακτικό παράδειγμα, μία εικόνα της διαδικασίας. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έχουμε μία (εμπορική ή αστική) διαφορά δεκτική διαμεσολάβησης, μία διαφορά για παράδειγμα που δείχνει ότι υπάρχει έδαφος για να καλλιεργηθεί μία κοινά αποδεκτή λύση, που το κάθε μέρος «έχει το δίκιο του» έχει όμως και τα μυστικά του και τελικά έχει μία αβεβαιότητα ως προς το αποτέλεσμα ενός δικαστικού αγώνα. Ενδεχομένως μάλιστα, να θέλει και να διατηρήσει καλές σχέσεις και (γιατί όχι;) τη συνεργασία του με την άλλη πλευρά.
Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο (π.χ. πριν την εκκρεμοδικία, όταν απλά διαφαίνεται ότι θα προκύψει η διαφορά, όταν έχουν ανταλλαγεί εξώδικες διαμαρτυρίες και οι πρώτες «απειλές» κοκ), ή μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής. Η πρόταση μπορεί να γίνει από τη μία πλευρά προς την άλλη ή, σε περίπτωση που η υπόθεση έχει φτάσει ήδη στο ακροατήριο, από τον ίδιο τον δικαστή (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 3898/2010). Η δε συμφωνία για προσφυγή στη διαμεσολάβηση αποδεικνύεται με έγγραφο ή με τα πρακτικά της δίκης (αν έγινε μετά από πρόταση του δικαστηρίου) και η όλη διαδικασία είναι απόρρητη εκτός αν τα μέρη επιλέξουν διαφορετικά.
Ο διαμεσολαβητής, που ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της επιλογής τους (άρθρο 8 ν. 3898/2010), ενημερώνεται για την υπόθεση και στη συνέχεια υποδέχεται τα μέρη τα οποία, σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, συνοδεύονται απαραιτήτως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, σε από κοινού καθορισμένο τόπο και χρόνο. Η διαδικασία ξεκινά με μία κοινή συνεδρία κατά τη διάρκεια της οποίας τους ενημερώνει τόσο για το ρόλο του όσο και για τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί.
Ο διαμεσολαβητής είναι εκείνος που έχοντας ειδικά εκπαιδευτεί προς τούτο, διευκολύνει τα μέρη να οδηγηθούν σε μία κοινά αποδεκτή λύση. Δεν θα αποφασίσει, δεν θα εκφέρει κριτικά συμπεράσματα και θα παραμείνει ουδέτερος ως προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Οι συμμετέχοντες ενημερώνονται επίσης ότι μπορούν να διακόψουν τη διαδικασία και να αποχωρήσουν οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούν. Στη συνέχεια, ο διαμεσολαβητής δίνει το λόγο στα μέρη και στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους οι οποίοι και εκθέτουν τις θέσεις και τις αξιώσεις τους έχοντας απέναντί τους την άλλη πλευρά. Στις συνεδρίες που θα ακολουθήσουν, ο διαμεσολαβητής θα δει το κάθε μέρος ξεχωριστά και θα προσπαθήσει να διερευνήσει το κοινό έδαφος μεταφέροντας προτάσεις και θέσεις από την μία πλευρά στην άλλη μέσα πάντα στο πλαίσιο που το κάθε μέρος κάθε φορά τον εξουσιοδοτεί.
Η ουσία της όλης διαδικασίας είναι ότι ο διαμεσολαβητής, ως ουδέτερος τρίτος, ρίχνει τους τόνους, εξασφαλίζει την ψυχραιμία και το καλό κλίμα και διευκολύνει τα μέρη να εντοπίσουν τη ζώνη κοινού ενδιαφέροντος που ίσως υπάρχει. Τελικά, στο τέλος της μέρας και της διαδικασίας, είναι πιθανό να οδηγηθούμε σε μία win - win λύση, μία λύση δηλαδή που είναι προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων πλευρών. Η λύση αυτή αποτυπώνεται και αποκρυσταλλώνεται σε μία συμφωνία την οποία συντάσσουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι.
Μετά το πέρας της διαδικασίας, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό με τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 9 του νόμου και με τη συμφωνία της διαμεσολάβησης ή τη διαπίστωση της αποτυχίας της το οποίο υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία. Το πρωτότυπο του πρακτικού αυτού, εφόσον τουλάχιστον ένα μέρος το ζητήσει κατατίθεται στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από την κατάθεση αυτή, αν το πρακτικό περιέχει αξίωση που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 παρ. 2 εδ. γ του ΚΠολΔ.
Η περιγραφή μίας διαδικασίας που ακόμα δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη στα ελληνικά δεδομένα, αναμφίβολα γεννά διάφορα ερωτηματικά. Άλλωστε είμαστε εν αναμονή των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων στα οποία αναφέρεται ο νεοψηφισθείς νόμος. Μήπως όμως, εν τω μεταξύ, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε πιο θερμά τη γοητευτική, πολλά υποσχόμενη και με πολύ καλές συστάσεις νεοφερμένη; Μήπως η διαμεσολάβηση δεν είναι ούτε απειλητική ούτε αδιάφορη και εκ προοιμίου ξεγραμμένη, αλλά αποτελεί μια ευκαιρία για όλους τους «συντελεστές» μια διαφοράς (διαδίκους και δικηγόρους);
Όλοι μας διαμαρτυρόμαστε καθημερινά για τις συνθήκες υπό τις οποίες κάνουμε τη δουλειά μας. Η διαμεσολάβηση, ίσως, μας προσφέρει την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τα πινάκια από διαφορές που μπορεί να επιλυθούν εξωδικαστικώς και επικερδώς για όλους. Κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίσουμε να υπολογίζουμε το κόστος της ψυχολογικής έντασης που προκαλεί το αχανές χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασχολούμαστε με μία διαφορά, οι (απλήρωτες) αναβολές και ματαιώσεις, η ύπαρξη και μόνο της εκκρεμότητας στο μυαλό μας και στο ημερολόγιό μας, η δυσαρέσκεια του πελάτη για τις μακρινές δικασίμους. Μία πολύ καλή συμφωνία αμοιβής για την προετοιμασία και την παράσταση σε μία διαμεσολάβηση, ίσως μπορούσε να «ισοφαρίσει» την αντίστοιχη μίας μακροχρόνιας και επίπονης αντιδικίας και να αφήσει χώρο και χρόνο για ανάληψη νέων υποθέσεων. Στο win - win αποτέλεσμα της επίλυσης μιας διαφοράς μπορεί να υπάρξει και τρίτος κερδισμένος. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος.
*Η Ελένη Κ. Πλέσσα είναι Δικηγόρος, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια CIArb, Σκουφά 75, Αθήνα, plessa.el@gmail.com, http://www.linkedin.com/in/eleniplessa