Το ιταλικό μοντέλο ενσωμάτωσης της οδηγίας 2008/52/ΕΚ

ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕYΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/52/ΕΚ:

Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

(Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο δελτίο του Συνδέσμου ΑΕ & ΕΠΕ και καταχωρήθηκε στο newslwtter υπ'αρίθμ. 6 του Ελληνικού Κέντρου Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας)

Ως γνωστόν, η οδηγία 2008/52/ΕΚ της 21ης Μαΐου 2008 για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έθεσε το ευρύτερο νομικό πλαίσιο της λειτουργίας του θεσμού της διαμεσολάβησης στις χώρες της Ε.Ε., παρέχοντας τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να την ενσωματώσουν στα εθνικά τους δίκαια κατά τη διακριτική τους ευχέρεια. Ένας από τους λόγους που δόθηκε η δυνατότητα αυτή στα κράτη, ήταν η υφιστάμενη ανομοιογενής εικόνα στο τομέα της διαμεσολάβησης ανά την Ευρώπη[1], με κάποιες χώρες να έχουν ήδη διαμορφωμένη αγορά στο χώρο αυτό (βλ. Ηνωμένο Βασίλειο) και άλλες όπου η διαμεσολάβηση ήταν παντελώς άγνωστος θεσμός (βλέπε Ελλάδα). Περαιτέρω, ήταν σκόπιμο να δοκιμαστούν διαφορετικά μοντέλα ανά χώρα, ώστε να διαπιστωθούν εν τοις πράγμασι τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε εθνικής επιλογής, σε ένα πανευρωπαϊκό «πειραματικό εργαστήρι» πάνω στη διαμεσολάβηση.

Η Ιταλία ακολούθησε, ένα τολμηρό κατά πολλούς μονοπάτι, ορίζοντας μεταξύ άλλων υποχρεωτική την προσφυγή στη διαμεσολάβηση προ της δικαστικής προσφυγής, ακόμα και για τις υποθέσεις, που στερούνται στοιχείων αλλοδαπότητας[2], επιλογή που συνάντησε σθεναρή αρχικά αντίσταση από μερίδα του τοπικού δικηγορικού σώματος αλλά και οδήγησε σε έντονο διάλογο διεθνώς. Οι λόγοι, που οδήγησαν την Ιταλία στην επιλογή αυτή, ήταν βασικά δύο:

Κατ’ αρχήν, ο συνωστισμός των υποθέσεων στα δικαστήρια είναι τέτοιος, ώστε μια αστική υπόθεση να απαιτεί περί τα δέκα έτη, μέχρι την τελεσίδικη απόφαση[3]. Μάλιστα, ποσοστό μόλις 44% των υποθέσεων, οδηγούνται σε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με τις υπόλοιπες να καθυστερούν χρόνια έως ότου είτε εγκαταλείπονται από τους διαδίκους είτε οδηγούν σε συμβιβασμό λόγω κόπωσης των μερών[4].

Περαιτέρω, στην Ιταλία ενώ ήδη από το 1991 υπήρξε σειρά νομοθετημάτων, για την παραπομπή υποθέσεων σε διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, η χρήση της διαμεσολάβησης υπήρξε πενιχρή ενώ η πλειοψηφία του κόσμου, εξακολουθούσε να αγνοεί παντελώς το θεσμό[5]Από την άλλη μεριά διαπιστώθηκε το παράδοξο, στις ελάχιστες υποθέσεις (ποσοστό 0.1% του συνόλου των αγωγών), όπου δοκιμάστηκε η διαμεσολάβηση, να σημειώνεται επιτυχής επίλυσή τους σε ποσοστό 80%[6]. Τα παραπάνω καθιστούσαν απαραίτητη μια προσέγγιση του προβλήματος πραγματιστική, χωρίς ουτοπιστικές ελπίδες[7] αλλά με τολμηρά μέτρα, σε συνδυασμό με την εκπαίδευση του νομικού κόσμου[8].

Mε το Διάταγμα 28 της 4ης Μαρτίου 2010[9] στην Ιταλία είναι πλέον υποχρεωτική η προσφυγή στη διαμεσολάβηση από τα εμπλεκόμενα μέρη, προ της προσφυγής τους στην τακτική δικαιοσύνη σε μια σειρά υποθέσεων[10]. Έτσι, προ της αναζήτησης δικαστικής συνδρομής οιοσδήποτε εκ των διαδίκων[11] υποβάλλει αίτημα προς έναν φορέα παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης, ο οποίος ορίζει άμεσα διαμεσολαβητή και ημέρα συνάντησης μεταξύ των μερών, εντός 15 ημερών από την υποβολή του αιτήματος. Ως προς τη νομιμότητα παρόμοιων ρυθμίσεων, που θέτουν ένα στάδιο εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, προκειμένου για το παραδεκτό της δικαστικής προσφυγής, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφασή του της 18.03.2010[12] είχε ήδη αποφανθεί ότι είναι νόμιμες. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση διαπίστωσε ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, όπως το δικαίωμά του για πρόσβαση στη δικαιοσύνη[13] δεν αποτελούν απόλυτο προνόμιο αλλά μπορούν να περιέχουν περιορισμούς, με την προϋπόθεση οι τελευταίοι να ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος. Έτσι, η προηγούμενη εφαρμογή διαδικασίας συμβιβασμού, εφόσον δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ένδικου βοηθήματος και αναστέλλει την παραγραφή των οικείων δικαιωμάτων ενώ προκαλεί ελάχιστα έξοδα, κρίθηκε ότι είναι νόμιμη και εντός των πλαισίων της αρχής της ισοδυναμίας[14] και αποτελεσματικότητας[15].

Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να αναφερθεί επίσης ότι η υποχρέωση των μερών, συνίσταται στο να προσέλθουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, χωρίς να υποχρεούνται να συμμετάσχουν ενεργητικά ούτε πολλώ μάλλον να συμφωνήσουν με τον αντίδικό τους. Μάλιστα, τους παρέχεται η δυνατότητα να μην προσέλθουν καν, αρκεί να υφίσταται νόμιμη αιτία. Ωστόσο, σε περίπτωση άρνησης του αντιδίκου να συμμετάσχει στη διαμεσολάβηση, χωρίς νόμιμη αιτία, ο δικαστής έχει δικαίωμα να αξιολογήσει τη συμπεριφορά αυτή εις βάρος του κατά το σχηματισμό της δικανικής του γνώμης[16]. Περαιτέρω, με πρόσφατη νομοθετική κίνηση, τα δικαστικά έξοδα του διαδίκου, που αρνείται να συμμετάσχει σε διαμεσολάβηση, διπλασιάστηκαν[17].

Σε περίπτωση που δεν καταστεί εφικτή μια συμφωνία, ο διαμεσολαβητής, εφόσον τα μέρη το ζητήσουν από κοινού, υποχρεούται να υποβάλλει έγγραφη προσφορά προς τα μέρη, καλώντας τα να την αποδεχθούν, υπενθυμίζοντάς τους περαιτέρω τις νόμιμες συνέπειες σε περίπτωση δικαστικής προσφυγής, εφόσον δε η επιθυμία των μερών για υποβολή πρότασης είτε δεν είναι ομόφωνη είτε απουσιάζει παντελώς, η υποχρέωση του διαμεσολαβητή μετατρέπεται σε δυνατότητα κατά τη διακριτική του ευχέρεια[18]. Σε περίπτωση τελικής αποτυχίας, ο διαμεσολαβητής συντάσσει σχετικό πρακτικό, στο οποίο επισυνάπτει και τη τυχόν πρότασή του, που υπογεγραμμένο από τα μέρη. Εφόσον η απορριφθείσα πρόταση του διαμεσολαβητή, γίνει μετέπειτα με το ίδιο περιεχόμενο δεκτή από το δικαστήριο, το τελευταίο δεν θα επιδικάσει την πληρωμή των δικαστικών εξόδων του διαδίκου, που κέρδισε, εφόσον ήταν αυτός που είχε απορρίψει την υποβληθείσα από το διαμεσολαβητή πρόταση[19].

Πέραν της υποχρεωτικής προσφυγής στη διαμεσολάβηση, ο Ιταλός νομοθέτης περιέλαβε επίσης στο εν λόγω νόμο τη δυνατότητα του δικαστή να συμβουλέψει τα μέρη να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση, εν μέσω της εκκρεμοδικίας, καθώς και φορολογικά κίνητρα για την ενθάρρυνση των μερών να επιλύσουν τις διαφορές συμβιβαστικά αλλά και σαφή πρόβλεψη της υποχρέωσης των δικηγόρων για έγγραφη ενημέρωση των πελατών τους αναφορικά με τη διαμεσολάβηση, μόλις αναλαμβάνουν έκαστη υπόθεση.

Η παραπάνω νομοθετική πρωτοβουλία είχε σκοπό να μειώσει την ροή των υποθέσεων, που συσσωρεύονται στα δικαστήρια κατά 1.000.000 το χρόνο[20], ωστόσο δίχασε την Ιταλική νομική οικογένεια[21]. Η Ένωση Δικηγόρων κινήθηκε νομικά για την ακύρωση του εν λόγω νόμου, επικαλούμενη περιορισμό στο πρόσωπο των πολιτών του δικαιώματός τους για πρόσβαση στη δικαιοσύνη[22], ενώ προκηρύχθηκαν και απεργίες, με αποτέλεσμα να αναβληθεί για λίγους μήνες η εφαρμογή του νόμου. Από την άλλη μεριά, δικηγορικοί σύλλογοι μεγάλων πόλεων χαιρέτισαν το θεσμό, όπως και η ένωση εργοδοτών[23], το δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με αποφάσεις του, χαιρέτισε την επιλογή του ιταλού νομοθέτη, θεωρώντας ότι κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση έχοντας επιτύχει εξαιρετικά αποτελέσματα[24]. Συγκεκριμένα, από τις 21 Μαρτίου του 2011, όταν και εφαρμόστηκε τελικά ο νόμος, μέχρι τις 31.12.2011, τα επίσημα ιταλικά στατιστικά έδειξαν ότι έλαβαν χώρα 60.810 διαμεσολαβήσεις[25]. Παρόλο που ποσοστό 35% των αντιδίκων μέχρι σήμερα συμμορφώθηκε με τις κλήσεις για συμμετοχή σε διαμεσολάβηση, ποσοστό 48% των περιπτώσεων, που συμμετείχαν στη διαδικασία, κατέληξε σε συμφωνία. Τα αποτελέσματα αυτά, σε μόλις έξι μήνες εφαρμογής είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρα και έχουν οδηγήσει και άλλες χώρες σε σκέψεις να υιοθετήσουν το μοντέλο αυτό[26]. Εξάλλου, το νομικό επιχείρημα του δήθεν περιορισμού του δικαιώματος των πολιτών ως προς τη πρόσβασή τους στο σύστημα της δικαιοσύνης, κατ’ αρχάς έχει απορριφθεί από την παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε., ενώ αυτοαναιρείται από την απογοητευτική υφιστάμενη κατάσταση των Ιταλικών και όχι μόνο δικαστηρίων, η οποία ουσιαστικά οδηγεί σε αρνησιδικία. ‘The times they are a changing’ λοιπόν στο χώρο της δικαιοσύνης πανευρωπαϊκά. Ας περιμένουμε να δούμε στο αμέσως προσεχές διάστημα τον τρόπο λειτουργίας του ιταλικού μοντέλου, που ίσως είναι και η μοναδική λύση στο αντίστοιχο ελληνικό πρόβλημα.

Δημήτρης Θεοχάρης

Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, L.L.M., Διαμεσολαβητής (CIArb London)

Yπ. Διδάκτωρ (Νομ. Σχολή Αθηνών)

Δείτε το προφίλ μου στο linkedingr.linkedin.com/pub/dimitris-theocharis/18/2b8/73b



[1] Clifford Chance, The EU Directive on Mediation 2008-Will mediation finally establish itself in Europe? σελ. 1.

[2] Δυνατότητα που έδινε και η ίδια η Οδηγία, στο σκεπτικό της υπ’ αρίθμ. 8: «Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στη διαμεσολάβηση σε διασυνοριακές διαφορές, αλλά τίποτα δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές και σε εσωτερικές διαδικασίες διαμεσολάβησης.»

[3] S. Chiarlioni, Stato attualle e prospettive della conciliazone stragiudiziale, (2000) 2 rivista trimestrale di diritto e procedura civile, 447-465.

[4] G. De Pallo, A mediator for the lawyers and Italy’s minister of justice, Alternatives to the high cost of litigation, Vol. 29 No5, σελ. 106

[5] G. De Palo & L. D’ Urso, Incentivare il commercio con l’ estero riducendo il rischio di contentiozo internazionale (Milano, Il Sole 24 Ore, 2001).

[6] G. De Pallo, L. D’ Urso, R. Gabellini, Il Ruolo Dell’ Avvocato Nella mediazione, 2011.

[7] R. Gabellini, The Italian Mediation Law Reform, ADR Bulletin of Bond University DRC, Vol. 12 No. 3, άρθρο 4, σελ. 2

[8] G. De Pallo, Mediation in Italy, Waiting for the bi bang? N. Alexander, Global trends in mediation, 2nd edition, σελ. 277.

[9] Το κείμενο του νόμου είναι διαθέσιμο σε: www.ismed.it/doc/D_Lgs_28-2010.pdf

[10] Εμπραγμάτου δικαίου, δανείων, ιατρικών σφαλμάτων, τροχαία και ναυτικά ατυχήματα κ.α.

[11] Με τον τρόπο αυτό, ο διάδικος που θα εκκινήσει τη διαδικασία έχει το προνόμιο να επιλέξει το φορέα και τον τόπο της διαμεσολάβησης, βλ. άρθρα 3 και 4 του νόμου.

[12] Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-317/08 έως C-320/08, Rosalba Alassini κλπ κατά Telecom Italia Spa κλπ. Βλ. ΕπίσημηΕφημερίδα της Ε.Ε. C 134, 53ό έτος, 22 Μαΐου 2010

[13] Βλ. άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας

[14] Βάσει της οποίας ο ένδικες προσφυγές που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων, που προβλέπονται από δίκαιο της Ε.Ε. δεν πρέπει να είναι δυσμενέστερες από παρόμοια ένδικα βοηθήματα εσωτερικής φύσεως.

[15] Πρόκειται για την αρχή του δικαίου της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, που απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών και περιλαμβάνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

[16] Άρθρο 8 (5) του Νόμου.

[17] G. De Pallo & Lauren Keller, Mediation in Italy: ADR for All, σελ. 2.

[18]Δικαίωμα που ο διαμεσολαβητής οφείλει να ασκεί με φειδώ και όχι συστηματικά αλλά περισσότερο στα πλαίσια μιας στρατηγικής τα μέρη να συμβιβαστούν εθελοντικά και ως τελευταίο όπλο του διαμεσολαβητή, βλ. Alfini, Evaluative versus facilitative mediation: a discussion, (2004) 1,2.

[19] Άρθρο 13 του Νόμου.

[20] G. De Pallo and L. De Urso, Explosion or Burst? Italy’s new mediation model targets backlogs to ‘eliminate’ on e million disputes, annually, Alternatives to the high cost of litigation, Vol. 28, No 4, σελ. 94.

[21] Κάτι εντελώς αναμενόμενο όπως επισημαίνει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, βλ. Draft Report, 2011/2026, 23.05.2011, σημείο 8.

[22] Αναμένεται σχετική απόφαση εντός του 2012, βλ. G. De Pallo, Mediating between the bar and the government? Italy’s attorney’s strike over a new ADR law, Alternatives to the high cost of litigation, Vol. 29, No4, σελ. 86.

[23] G. De Pallo & Lauren Keller, Mediation in Italy: ADR for All, σελ. 5.

[24] Βλ. Απόφαση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13.09.2011, σημείο 8.

[25] Ministry of Justice, Director of Statistics, National Statistics Projection, 21 March 2011-31 December 2011.

[26] Όπως η Δανία και η Πολωνία, βλ. G. De Pallo 7 Carolina Galecki, ADR hits Europe, The Recorder, Vol. 136, No.13.