Γιατί οι δικηγόροι είναι εχθρικοί στην ιδέα και πρακτική της διαμεσολάβησης
Γιατί οι δικηγόροι είναι εχθρικοί στην ιδέα και πρακτική της διαμεσολάβησης (μέρος 1ο)
Γράφει η Δήμητρα Β. Μουσιώλη (Δικηγόρος - Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια)
Πηγή: lawnet.gr
Λίγο προκλητικός ο τίτλος και ίσως δημιουργήσει μια αυτόματη αντίδραση διάψευσής του, αλλά για μεγάλο ποσοστό του νομικού κόσμου αποτελεί μια αλήθεια έντεχνα κρυμμένη κάτω από νομικά επιχειρήματα, που υποστηρίζουν ότι είναι αν όχι ανέφικτη, τουλάχιστον δύσκολη η εφαρμογή της διαμεσολάβησης και ελάχιστα μπορεί να προσφέρει σε μια σύγκρουση. Η εχθρική αυτή στάση του νομικού κόσμου απέναντι στη διαμεσολάβηση εμφανίζεται σε όλες τις χώρες που εφαρμόζουν το θεσμό, ανεξάρτητα από το πόσο αυτές θεωρούνται προοδευτικές, καινοτόμες ή συντηρητικές. Χώρες όπως οι Η.Π.Α, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία όπου έχουν καταγράψει χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων στα κοντέρ της διαμεσολάβησης και που οι πρακτικές τους αποτελούν σημεία αναφοράς στην εκπαίδευση και στη συνεχή ενημέρωση των διαμεσολαβητών παγκοσμίως, παλεύουν ακόμα με την απροθυμία των δικηγόρων (και όχι των δικαστών) να προωθήσουν στους πελάτες τους το θεσμό αυτό ως έναν εναλλακτικό τρόπο για να επιλύουν τις διαφορές τους.
Οι λόγοι που η αρνητική αυτή στάση υιοθετείται από μεγάλο μέρος των λειτουργών της δικαιοσύνης παγκοσμίως είναι πολλοί και ξεκινούν καταρχάς από την ίδια την εικόνα που έχουν οι δικηγόροι για τον "επαγγελματικό εαυτό" τους. Από τα πανεπιστημιακά ακόμα έδρανα, ως φοιτητές Νομικής, εκείνο που διδάσκονται, είναι πως να γίνουν "problem solvers". Πως δηλαδή να επιλύουν τις διαφορές χωρίς τη βοήθεια τρίτων, με όπλο την εξειδικευμένη και απόλυτη γνώση των πολύπλοκων κανονιστικών διατάξεων που για τους πολίτες είναι δυσνόητες και απωθητικές. Ως θεματοφύλακες λοιπόν της δικαιοσύνης και ως αναγνωρισμένοι ειδικοί επί των νόμων ένα μεγάλο ποσοστό τους θεωρεί ότι η εικόνα τους αυτή πλήττεται ή και υποβαθμίζεται από τα όσα η διαμεσολάβηση διακηρύττει: ότι δηλαδή οι πολίτες μπορούν οι ίδιοι να λύνουν τις διαφορές τους και να προσεγγίζουν τη δικαιοσύνη μέσα από ένα διαφορετικό μονοπάτι, πιο σύντομο, όχι τόσο δύσβατο και με λιγότερες οικονομικές και ψυχικές απώλειες κατά το αναγκαστικό πέρασμά του.
Για να τρέφεται όμως και να διατηρείται η ισχυρή αυτή εικόνα των δικηγόρων, χρειάζεται πρώτον το σεβασμό των πελατών τους και δεύτερον το φόβο των συναδέλφων τους. Και για να το πετύχουν αυτό προσφεύγουν σε μια συμπεριφορά επιθετική λειτουργώντας ως "hired guns." Η σύγκρουση αντιμετωπίζεται μόνο με ακόμα μεγαλύτερη σύγκρουση και η ενσυναίσθηση μαζί με τη συνεργατική προσπάθεια επίλυσης της (στοιχεία που υπερασπίζεται η διαμεσολάβηση) μπορούν ίσως να εφαρμοστούν σε χώρους λιγότερο ανταγωνιστικούς και απαιτητικούς όχι όμως στη δικαστική αρένα όπου πρέπει να επικρατήσει μόνο ένας (το δικηγορικό "win-lose" κόντρα στο διαμεσολαβητικό "win-win.") Είναι κάτι σαν το παυσίπονο που δίνεται στον ασθενή ενώ το λιγότερο που εκείνος χρειάζεται είναι τριπλό "by-pass."
Στην περίπτωση λοιπόν που ο δικηγόρος προτείνει αυτή τη μορφή εξωδικαστικής επίλυσης θα κινδυνέψει είτε να θεωρηθεί "μαλακός" σε σχέση με τους δυναμικούς και ετοιμοπόλεμους συναδέλφους του είτε ανασφαλής με το πόσο η υπόθεση του μπορεί να σταθεί νομικά στο δικαστήριο. Επιπλέον νιώθει ότι χάνει την εξουσία πάνω στον πελάτη του αφού ο τελευταίος έχει πια ρόλο ενεργό στη διαδικασία ενώ τα προνόμια της διαχείρισης της συζήτησης παραχωρούνται στον διαμεσολαβητή, το τρίτο αυτό πρόσωπο που όχι μόνο δεν είναι δικαστής (μια εξουσία αποδεκτή από τον δικηγόρο γιατί αναβαθμίζει και τον δικό του ρόλο) αλλά από το νόμο μπορεί και να μην έχει καμία νομική κατάρτιση!
Γεγονός που ενισχύει ακόμα περισσότερο την παραπάνω ανασφάλεια των δικηγόρων σχετικά με τους ρόλους εξουσίας είναι και το γεγονός ότι αποτελεί κοινή πρακτική των διαμεσολαβητών, να συναντιούνται ιδιωτικά με τα εκάστοτε μέρη της διαφοράς πριν από την έναρξη της διαμεσολάβησης, χωρίς την παρουσία δικηγόρου, προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για την καλύτερη κατανόηση της υπόθεσης και το χτίσιμο της σχέσης εμπιστοσύνης με τους συμβαλλομένους. Επιπλέον σε αρκετές χώρες του εξωτερικού (κυρίως σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου) η παρουσία των δικηγόρων δεν κρίνεται απαραίτητη καθ' όλη τη διάρκεια της συνεδρίας, αφού η δομή της διαμεσολάβησης θεωρείται απλή, χωρίς περίπλοκους κανόνες και άρα προσιτή στον απλό πολίτη.
Πέρα όμως από την ψυχολογική προσέγγιση για τη δυστροπία των νομικών να δώσουν μια ευκαιρία στον νέο αυτό θεσμό υπάρχει κι ένας άλλος λόγος πιο ιδεαλιστικός : η ειλικρινής και βαθιά τους πεποίθηση ότι η δίκη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιϊκού μας συστήματος, τον μόνο ασφαλή τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και οτιδήποτε τον αντικαθιστά είναι ριψοκίνδυνο για το ίδιο το σύστημα. Υποστηρίζουν μεταξύ άλλων, ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι διαρθρωμένη η διαμεσολάβηση δεν προστατεύει το αδύναμο μέρος στην περίπτωση ανισορροπίας των δυνάμεων και δεν παρέχει τις απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας, που μόνο το γραπτό δίκαιο και ο έμπειρος δικαστής μπορούν να εξασφαλίσουν.
Και φυσικά δεν είναι καθόλου μικρής σημασίας και η ανησυχία για το "μοίρασμα της πίτας". Σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και η δική μας, ο αυξημένος αριθμός εισαγωγής νέων επαγγελματιών στο χώρο ( 1.200 το χρόνο σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες στην Ελλάδα), η υπέρογκη φορολογία των εισοδημάτων, η μη έγκαιρη καταβολή της αμοιβής από τους πελάτες, η έλλειψη σταθερού εισοδήματος και τα μηνιαία λειτουργικά έξοδα "γονατίζουν" όσους υπηρετούν το επάγγελμα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν περιθώρια για ακόμα έναν "καλεσμένο" στο τραπέζι. Και ποιός θα είναι ο ρόλος τους αν οι πολίτες πάψουν να πηγαίνουν τις υποθέσεις τους στα δικαστήρια και όλοι συμβιώνουν ειρηνικά, βρίσκοντας λύσεις στο φιλικό γραφείο του διαμεσολαβητή παρέα με καφέ και μπισκότα?
Κοντά στα παραπάνω αξίζει να αναφερθεί και το οικονομικό κόστος που χρειάζεται για τη διαδικασία πιστοποίησης και διαπίστευσης των διαμεσολαβητών. Το να χρειάζεται να πληρώσει κανείς από 2.000 ευρώ (στην Ελλάδα) μέχρι και 5.000 ευρώ (σε κάποιες χώρες του εξωτερικού) προκειμένου να έχει το δικαίωμα να λάβει μέρος στις εξετάσεις διαπίστευσης θεωρείται το λιγότερο ένας ακόμα τρόπος οικονομικής τους αφαίμαξης, ενώ κάλλιστα, στην περίπτωση ειδικότερα της Ελλάδας, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα των νομικών σχολών μαθήματα που να αφορούν στις διαπραγματεύσεις και στη διαχείριση συγκρούσεων και έτσι η κατάρτιση τους να γίνεται αυτόματα μέσα από το ίδιο το πανεπιστήμιο.
Όλες οι παραπάνω σκέψεις λοιπόν, σίγουρα αποτελούν τροχοπέδη στο καλωσόρισμα ενός ακόμα νομικού εργαλείου. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά από την οποία θα μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα. Και αν ίσως το τελευταίο επιχείρημα (σχετικά με την διόλου ευκαταφρόνητη καταβολή διδάκτρων για την πιστοποίηση και διαπίστευση καθώς και την ανάγκη ένταξης σχετικών μαθημάτων στις Νομικές μας Σχολές) δεν θα μπορέσω ίσως να το ανατρέψω, για όλα τα υπόλοιπα όμως επιφυλάσσομαι στο 2ο μέρος του άρθρου με την προσθήκη στον τίτλο του και ενός αρνητικού μορίου: "ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ (μέρος 2ο)."
Γιατί οι Δικηγόροι δεν πρέπει να είναι εχθρικοί στην ιδέα και την πρακτική της Διαμεσολάβησης (μέρος 2ο)
Γράφει η Δήμητρα Μουσιώλη, Δικηγόρος-Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
Καθετί καινούριο που εμφανίζεται για πρώτη φορά και μετατοπίζει τους κεντρικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή οι κανόνες που ακολουθούσαμε, ο τρόπος σκέψης και οι συμπεριφορές μας, προκαλεί αντιδράσεις. Είναι ένα φαινόμενο φυσιολογικό και απόλυτα αναμενόμενο που και στην περίπτωση της διαμεσολάβησης εμφανίζεται με τον ίδιο υπέροχα συνεπή τρόπο. Όμως η διαμεσολάβηση δεν φιλοδοξεί να σαρώσει ότι μέχρι τώρα ίσχυε και έτσι να δημιουργήσει μια καινούρια παθογένεια στο ήδη υπάρχον σύστημα. Ούτε φιλοδοξεί να εισάγει νέα ήθη και νέους κανόνες (ήδη οι κοινωνίες μας είναι ασφυχτικά δεμένες με νομοθετικά πλέγματα και υπουργικές αποφάσεις, που σίγουρα δεν χρειάζονται περισσότερα.) Η διαμεσολάβηση έρχεται μόνο να διευκολύνει και να απλοποιήσει τα πράγματα, να πάρει βάρος από τους ώμους των νομικών λειτουργών και όχι να τους αντικαταστήσει, να φέρει μια άλλη "αισθητική" τόσο στο ίδιο το νομικό επάγγελμα όσο και στη συμπεριφορά μας γενικότερα ως μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Ας μιλήσουμε λοιπόν με αλήθειες…
Αλήθεια 1η : Η δικαιοσύνη εμφανίζει παθογένειες τόσο στα στάδια απονομής της όσο και στο χειρισμό της από τα ίδια της τα όργανα. Σε πρόσφατη αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρώπης, όσον αφορά στη γρήγορη και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και μάλιστα έχει καταδικαστεί επανειλημμένως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων.
Αλήθεια 2η : Η ποιότητα απονομής της (όπου μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται η υποχρεωτική κατάρτιση των δικαστών και η παρακολούθηση και αξιολόγηση των δικαστικών δραστηριοτήτων) κατατάσσεται και αυτή σε πολύ χαμηλά ποσοστά.
Αλήθεια 3η: Η επιφόρτιση των Δικαστών με υπερβολικό όγκο εργασίας και σε συνθήκες που καθιστούν ανθρωπίνως αδύνατη την ανταπόκρισή τους, οδηγεί σε εκκρεμότητα χιλιάδων αποφάσεων, καθυστέρηση εκδίκασής τους (μέχρι και 10ετία σε κάποιες περιπτώσεις) και αναπόφευκτα και στην έκδοση "κακών αποφάσεων".
Αλήθεια 4η : Οι δικηγόροι εργάζονται κάτω από φοβερά στρεσσογόνες συνθήκες, αφού ο τρόπος που είναι δομημένη μια δίκη τους πιέζει να λειτουργούν σαν "ρομποτάκια", σε αρκετές περιπτώσεις να μην έχουν κανέναν έλεγχο στο πως θα διαμορφωθεί η απόφαση του δικαστή και να μετατρέπονται σε "θαμώνες καφενείου" που προσπαθούν να επιβληθούν με την επιθετική συμπεριφορά τους. Αποτέλεσμα όλης αυτής της ψυχικής φθοράς είναι να χάνουν την ποιότητα τους ως επαγγελματίες και να συμπεριφέρονται στους πελάτες τους είτε με αδιαφορία είτε με αυταρχισμό. Είναι το λεγόμενο "Kick the cat syndrome" των Άγγλων όπου ο ανώτερος συμπεριφέρεται άσχημα στον αμέσως κατώτερο στην ιεραρχία κι εκείνος με τη σειρά του για αντίποινα κακομεταχειρίζεται τον ακόμα πιο αδύναμο από αυτόν.
Αλήθεια 5η: Οι πολίτες νιώθουν αποστροφή απέναντι στο νομικό κόσμο, είτε αυτοί είναι δικαστές είτε είναι δικηγόροι και εκδηλώνουν έντονα τη δυσπιστία τους για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και για το κατά πόσο αυτή λειτουργεί σωστά. Αποτέλεσμα αυτού είναι είτε να μην καταφεύγουν σε αυτήν καθόλου είτε όταν αναγκάζονται τελικά να το κάνουν, να διατηρούν μια δυσλειτουργική σχέση με τους δικηγόρους τους.
Από τα παραπάνω λοιπόν μπορούμε σχηματικά να πούμε ότι από τις ομάδες που πλήττονται από το υπάρχον σύστημα δικαιοσύνης (δικαστές-δικηγόροι-πολίτες), ο δικηγόρος βρίσκεται στη μέση. Η θέση του είναι η θέση του μεσάζοντα που βάλλεται τόσο από τη μια όσο και από την άλλη πλευρά. Και που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε απαιτήσεις και δεξιότητες που ίσως σε μια δεύτερη ανάγνωση δε θα έπρεπε να τον επιβαρύνουν στο βαθμό και στην ένταση που μέχρι τώρα συμβαίνει.
Στο μυαλό των πολιτών λοιπόν ο δικηγόρος συνδέεται αρνητικά με τις έννοιες: υψηλό κόστος, αλλεπάλληλες δικαστικές διαμάχες και πρακτικές που δεν γεννούν εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Μη έχοντας λοιπόν όλοι την οικονομική ευχέρεια να εμπλακούν σε έναν δικαστικό αγώνα και ούτε φυσικά και το ψυχικό σθένος να αντιμετωπίσουν συμπεριφορές επιθετικές και ένα αβέβαιο αποτέλεσμα, απλά δεν προσφεύγουν ποτέ στη δικαιοσύνη. Άρα στο γραφείο του δικηγόρου φτάνει το μισό ποσοστό από εκείνο που θα ήθελε για να λύσει τις διαφορές του. Αν όμως στη συνείδηση των πολιτών η έννοια του δικηγόρου ταυτιστεί και με εναλλακτικούς, εξωδικαστικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών, που θα του δώσουν λύσεις σε λιγότερο χρόνο και με μικρότερο οικονομικό και ψυχικό κόστος, θα υπάρχει όφελος και για τα μέρη της διαφοράς αλλά και για τους ίδιους τους δικηγόρους, που θα βλέπουν την πελατεία τους να αυξάνεται. Οι φαινομενικά περισσότερες ώρες εργασίας (και άρα αμοιβής ) που απαιτούνται από έναν δικηγόρο για να ασχοληθεί με μια υπόθεση που θα οδηγηθεί σε δίκη, είναι απατηλές γιατί ο αριθμός των πελατών του είναι λιγότερος από εκείνον που θα έχει όταν στη νομική φαρέτρα επίλυσης των διαφορών μπει και η διαμεσολάβηση.
Η ύλη του δικηγόρου δεν περιορίζεται όταν επιλεγεί η διαδικασία της διαμεσολάβησης, αφού τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια αλλά και μετά από το πέρας της είναι υπεύθυνος για τη συλλογή και προσκόμιση στον διαμεσολαβητή των απαραίτητων εγγράφων, την προετοιμασία του πελάτη του, την συμβουλευτική παρουσία του κατά τη συνεδρία της διαμεσολάβησης αλλά και τη σύνταξη της τελικής συμφωνίας που θα περιληφθεί στο πρακτικό αυτής. Για όλες αυτές τις υπηρεσίες του είναι ελεύθερος να καθορίσει την αμοιβή του για τις ώρες που απασχολήθηκε όπως εκείνος κρίνει καλύτερα.
Επιπλέον ο δικηγόρος έχει εκ του νόμου και ένα ακόμα πλεονέκτημα: τη διακοπή της παραγραφής και της αποσβεστικής προθεσμίας άσκησης των αξιώσεων καθ' όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης (αρ.11 Ν3898/2010) . Ο νομοθέτης στην περίπτωση αυτή παγώνει το χρόνο, κάνει μια ειρηνική ανακωχή και δίνει στα μέρη της διαφωνίας την ευκαιρία να σκεφτούν σε χρόνο αρκετό (από 3 μέχρι και 6 μήνες) και σε ήρεμες συνθήκες τη λύση στο πρόβλημά τους. Αν δεν καταλήξουν σε θετικό αποτέλεσμα, έχουν κάθε δικαίωμα μέσω των δικηγόρων τους να προσφύγουν στο δικαστήριο και να αναζητήσουν τη λύση από τον δικαστή χωρίς καμία δέσμευση και χωρίς κανένα δεδικασμένο από τη διαμεσολάβηση.
Στην περίπτωση λοιπόν αυτή αν ο πελάτης καθ' όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης έχει στο πλευρό του έναν δικηγόρο αφοσιωμένο και συνεπή προς τη διαδικασία, που παρέχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες προκειμένου να διευκολύνει τη συζήτηση και δείχνει επαγγελματισμό και ήθος, τότε είναι αυτονόητο ποιον θα επιλέξει να τον εκπροσωπήσει και στο δικαστήριο.
Σε αντίθεση με τη μέχρι τώρα δικαστηριακή πρακτική , ο δικηγόρος έχει την ευκαιρία κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης να "φανεί". Γιατί έχει το χρόνο να το κάνει και γιατί δεν νιώθει το άγχος να πείσει κανέναν δικαστή. Για πρώτη φορά ίσως στην καριέρα του θα μπορεί να αναπτύξει τα επιχειρήματά του σε ήρεμο κλίμα, να δημιουργήσει μια σχέση σύνδεσης με τον πελάτη του, να συνεργαστεί με την απέναντι πλευρά. Έχει τη δυνατότητα όσο η διαμεσολάβηση διαρκεί να σταματά τη διαδικασία για να συμβουλεύει τον πελάτη του, να μιλήσει κατ' ιδίαν με το διαμεσολαβητή, να συσκεφθεί με τον δικηγόρο της απέναντι πλευράς για να συνεργαστούν καλύτερα και να ζητήσει μια διαφορετική προσέγγιση αν νιώθει ότι αυτό θα βοηθήσει στην επίλυση της διαφοράς. Και όλα αυτά γίνονται σε χρόνους ανθρώπινους και σε συνθήκες πολιτισμού μακριά από εντάσεις και ασφυκτικές προθεσμίες.
Κοντά στην παραπάνω ελευθερία του δικηγόρου να ενεργεί όπως εκείνος κρίνει κατά τη συνεδρία της διαμεσολάβησης, έρχονται να προστεθούν και άλλες δυνατότητες εξίσου διευκολυντικές και ελαστικές ως προς την εφαρμογή τους. Οι δικηγόροι λοιπόν από κοινού με τους πελάτες τους μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα το διαμεσολαβητή που θα ασχοληθεί με την υπόθεσή τους, τον χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής της διαμεσολάβησης, το αν η συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν θα αποκτήσει ισχύ δικαστικής απόφασης, τα θέματα που θα συζητηθούν, τα πρόσωπα που θα παρευρεθούν κατά τη διαδικασία της. Μια ελευθερία πρωτόγνωρη που βοηθά όλα τα μέρη απλά να κάνουν τη δουλειά τους έτσι όπως πρέπει για να προστατέψουν τα συμφέροντά τους, τις σχέσεις αλλά και τον ψυχισμό τους.
Κι αν ίσως τα συναισθήματα των μερών προκαλούν αμηχανία στους δικηγόρους ο διαμεσολαβητής είναι εκεί για να τα απορροφήσει, να τα μεταμορφώσει, να τα "χρησιμοποιήσει" ως εργαλείο για τη λύση της διαφωνίας. Είναι εκεί για να εξισορροπήσει έναν απαιτητικό πελάτη, να κάνει δηλαδή τη "βρώμικη" δουλειά, να καθαρίσει τα φίλτρα αντίληψης των γεγονότων χωρίς ο δικηγόρος να εμπλακεί καθόλου. Γιατί ο διαμεσολαβητής έχει εκπαιδευτεί πάνω σε αυτό, γνωρίζει τις κατάλληλες τεχνικές και ξέρει ότι η δομή με την οποία θα χτιστεί η διαδικασία θα φέρει αποτέλεσμα.
Καλά όλα αυτά θα μου πείτε αλλά οι Έλληνες είναι ένας λαός συγκρουσιακός που του αρέσει να λύνει τις διαφορές του σε υψηλούς τόνους και σε κλίμα έντασης. Και τα δικαστήρια είναι ένας χώρος όπου ναι μεν ο ίδιος δεν μπορεί να εκφραστεί, αλλά μπορεί να το κάνει ο δικηγόρος του γι΄ αυτόν με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο. Και ότι η διαμεσολάβηση είναι για λαούς με πιο ήπια ιδιοσυγκρασία και πιο πειθαρχημένους σε τέτοια συστήματα και πρακτικές.
Ο μύθος για τη δικομανία των Ελλήνων ,το έντονο ταπεραμέντο και την ευκολία στη δημιουργία συγκρούσεων απλά δεν ισχύει. Όλοι οι λαοί έχουν συναισθήματα, όλοι οι λαοί αντιδρούν, όλοι οι λαοί συγκρούονται. Η διαφορά είναι ότι σε άλλες χώρες οι πολίτες έχουν και άλλες επιλογές για να διευθετούν τις διαφορές τους. Και πληροφορούνται γι΄ αυτές και τις δοκιμάζουν. Όταν λοιπόν στην Ελλάδα "κρύβουμε" ότι καινούριο εμφανίζεται, το υποβαθμίζουμε και το σαμποτάρουμε τότε πως θα μπορέσουν οι πολίτες να του δώσουν μια ευκαιρία αν εξ' αρχής δημιουργούμε μια αρνητική προδιάθεση εμείς οι ίδιοι που είμαστε οι φορείς της δικαιοσύνης;
Τέλος όσον αφορά στην ανησυχία ότι ο μέχρι τώρα τρόπος απονομής της δικαιοσύνης είναι και ο μόνος ασφαλής και οτιδήποτε τον αντικαθιστά είναι ριψοκίνδυνο για το ίδιο το σύστημα θα αναρωτηθώ για πoια απονομή και για ποια δικαιοσύνη τελικά μιλάμε και απλά θα αναφέρω το σχόλιο της επιτρόπου Δικαιοσύνης Βίβιαν Ρέντιγκ : "Η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης ισοδυναμεί με άρνηση απονομής δικαιοσύνης (Justice delayed is Justice denied.)
* Η Δήμητρα Β. Μουσιώλη είναι Δικηγόρος- Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια