Διεθνή μοντέλα προώθησης της πρακτικής εφαρμογής της διαμεσολάβησης και η ελληνική επιλογή.
Διεθνή μοντέλα προώθησης της πρακτικής εφαρμογής της διαμεσολάβησης και η ελληνική επιλογή.
(το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στον Αρμενόπουλο, του Δ.Σ.Θ., τεύχος 1/2015)
Δημήτριος Β. Θεοχάρης
Δικηγόρος, L.L.M. (London)
Yπ. Διδάκτωρ (Νομ. Σχολή Αθηνών),
Πιστοποιημένος Διαμεσολαβητής (CIArb London, Ν. 3898/2010),
Πιστοποιημένος Εκπαιδευτής Διαμεσολαβητών (CEDR, London, IΝΚΑΔΙΛ).
Α. Γενικά-Εισαγωγή
Η διαμεσολάβηση συναντάται ανά τον κόσμο με διάφορες παραλλαγές ήδη σε προηγούμενους αιώνες , από δε τη δεκαετία του 1970 και εφεξής παρουσίασε με τη σημερινή του μορφή ιδιαίτερη άνθιση στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Στις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 1970, μετά ιδίως τη σύνοδο του Pound , ξεκίνησε να χρησιμοποιείται αρχικά για την επίλυση ενδοκοινοτικών διενέξεων καθώς και διαφορών, που είχαν να κάνουν με το κράτος και τους πολίτες . Σύντομα συστήθηκαν τοπικά κέντρα παροχής διαμεσολαβητικών υπηρεσιών , τα οποία ασχολούνταν με υποθέσεις ευρύτερου τοπικά και οικονομικά βεληνεκούς, με αποτέλεσμα το σταδιακό μετασχηματισμό πολλών εξ αυτών στα σημερινά σύγχρονα κέντρα διαμεσολάβησης . Στη Μεγάλη Βρετανία η διαμεσολάβηση έκανε την εμφάνισή της στη δεκαετία του 1990 και θεωρείται πλέον και εκεί ως το πλέον πρόσφορο και δημοφιλές εναλλακτικό μέσο επίλυσης διαφοράς , ενώ χρησιμοποιείται σε μια ευρεία γκάμα υποθέσεων, από ενδοκοινοτικές μέχρι εμπορικές και τεχνολογικές διαφορές .
Μοντέλα διαμεσολάβησης, λειτούργησαν διεθνώς, χωρίς να υπάρχει κάποια ομοιόμορφη αντιμετώπιση του θεσμού , ενώ η απουσία ενιαίας ρύθμισης επί σειρά δεκαετιών, οδήγησε σε μια ευρεία ποικιλία ρυθμίσεων . Έτσι, υπήρξε το μοντέλο της Ολλανδίας, όπου η διαμεσολάβηση λειτουργούσε ευρέως μεν, χωρίς όμως καν σχετική νομική ρύθμιση αλλά με πιλοτικά προγράμματα και ενημέρωση του κοινού με την ταυτόχρονη εκπαίδευση όλων των φορέων, που εμπλέκονται στο μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης. Αντιθέτως, άλλες χώρες ακολούθησαν την πεπατημένη της νομοθετικής ρύθμισης κανόνων διαμεσολάβησης, συχνά με πενιχρά όμως αποτελέσματα στην εφαρμογή της .
Σε επίπεδο κοινοτικών οργάνων, υπήρξαν πολυετείς διεργασίες , οι οποίες οδήγησαν στη ψήφιση την 21η Μαΐου 2008 της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «Για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» , εφεξής «Οδηγία», όπου ήδη στο άρθρο 1 καθίσταται σαφές το θεμελιώδες πλέον αξίωμα ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη δεν πρέπει να ταυτίζεται μόνο με την τακτική δικαιοσύνη αλλά πρέπει να εξασφαλίζει στους πολίτες την καλύτερη κάθε φορά μέθοδο για τη διευθέτηση των διαφορών τους . Η Οδηγία θέτει ξεκάθαρα ως στόχο την ισόρροπη αντιμετώπιση της διαμεσολάβησης σε σχέση με την τακτική δικαιοσύνη από τα Κράτη-Μέλη , δεδομένου ότι «η διαμεσολάβηση δεν θα πρέπει να θεωρείται ως δευτερεύουσα λύση σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία» . Προκειμένου δε να επιτευχθεί ποσοτικά η ισόρροπη αυτή σχέση, δόθηκε η δυνατότητα στα Κράτη-Μέλη, κατά την εισαγωγή της Οδηγίας στην εθνική τους νομοθεσίας, να προβλέψουν κίνητρα, προκειμένου για την προσφυγή των μερών στη διαμεσολάβηση, καθώς και κυρώσεις, για τα μέρη, που αναιτιολόγητα την αποφεύγουν. Περαιτέρω δε, προβλέφθηκε η δυνατότητα της δικαστικής διαμεσολάβησης ενώ δεν αποκλείστηκε και η υποχρεωτική διαμεσολάβηση , για τα οποία θα γίνει λόγος παρακάτω.
Β. Το «Παράδοξο» της διαμεσολάβησης.
Παρά τα πλεονεκτήματα, που παρουσιάζει ο θεσμός της διαμεσολάβησης , ωστόσο διαπιστώνεται το εξής παράδοξο: την ώρα που καταγράφονται ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά χρήσης της, ταυτόχρονα, όταν χρησιμοποιείται, σημειώνει υψηλά ποσοστά διευθέτησης και προκαλεί αυξημένο βαθμό ικανοποίησης, όσων την εμπιστεύονται, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν καταλήγει σε διευθέτηση της διαφοράς . Ενδεικτικά, στο Ηνωμένο Συμβούλιο, που θεωρείται επικεφαλής στην Ευρώπη στο τομέα της διαμεσολάβησης, καταγράφηκαν το 2009 μόλις 6.473 διαμεσολαβήσεις ενώ το 2008 ο αντίστοιχος αριθμός ανήλθε στις 8.204, ποσοστό ιδιαίτερα μικρό σε σχέση με τις συσσωρευόμενες κατατεθειμένες αγωγές .
Το πρόβλημα της διαμεσολάβησης παραμένει ότι δε χρησιμοποιείται ευρέως στην πράξη , προφανώς κατ’ αρχήν λόγω της άγνοιας ή/και των επιφύλαξης των ίδιων των μερών . Περαιτέρω, είναι χαρακτηριστική και η επιφύλαξη των ίδιων των νομικών παραστατών να την υιοθετήσουν, μιας και η διαμεσολάβηση είναι κάτι που αλλάζει τον τρόπο, που μέχρι τώρα παραδοσιακά λειτουργούν και εκλαμβάνεται συχνά ως αιτία δυσμενών για τους ίδιους αποτελεσμάτων . Προκειμένου για την αντιμετώπιση του παραδόξου αυτού και την επίτευξη ευρύτερης χρήσης της διαμεσολάβησης, χρησιμοποιούνται διεθνώς διάφορες μέθοδοι, που θα περιγραφούν παρακάτω.
Γ. Η επιλογή της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης.
Ι. Γενικά-Μορφές παρόμοιων μέτρων.
Νομοθετικά στις Η.Π.Α. η διαμεσολάβηση εντάχθηκε στο λεγόμενο σύστημα του «δικαστηρίου πολλαπλών θυρών» , σύμφωνα με το οποίο οι διάδικοι έχουν στην διάθεσή τους μια ποικιλία τρόπων επίλυσης των διαφορών τους, από την διαμεσολάβηση και τη συμφιλίωση μέχρι τις επιλογές της τακτικής δικαιοσύνης . Για την αντιμετώπιση του ως άνω «παραδόξου» της μειωμένης χρήσης της διαμεσολάβησης, δοκιμάστηκε αρχικά σε διάφορες πολιτείες των Η.Π.Α. η εκ του νόμου υποχρεωτική συμμετοχή των μερών σε διαμεσολάβηση, ως απαραίτητου σταδίου προ της δικαστικής προσφυγής . Τα μέτρα αυτά παρουσίασαν συχνά εξαιρετικά αποτελέσματα , με αποτέλεσμα να συζητείται η ευρύτερη χρήση της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης . Σήμερα, ως αποτέλεσμα της ευρείας χρήσης της διαμεσολάβησης αλλά και των λοιπών εναλλακτικών μέσων επίλυσης διαφορών, η δικαστική προσφυγή στις ΗΠΑ, δεν θεωρείται πλέον ως η επικρατέστερη μέθοδος επίλυσης των διαφορών , ενώ παρατηρείται μια διαρκής μείωση στις δικαστικές προσφυγές , φαινόμενο που ονομάζεται πλέον ως ‘δίκη υπό εξαφάνιση’ .
Παρόμοιες δε περιπτώσεις υποχρεωτικής υπαγωγής στη διαμεσολάβηση συναντώνται και σε άλλες χώρες , με εξίσου θετικά αποτελέσματα, όπως ο Καναδάς. Εκεί αρχικά υπήρξαν προσπάθειες αμιγώς εθελούσιας χρήσης του θεσμού , οι οποίες, ενώ είχαν μειωμένη εφαρμογή, αφετέρου δε κατέδειξαν ότι, όταν δίδονταν στα μέρη η δυνατότητα να διαμεσολαβήσουν, αυτά συμμετείχαν ενεργά στη διαδικασία . Μετά την παραπάνω διαπίστωση, στο Τορόντο εφαρμόστηκε ένα πιλοτικό πρόγραμμα υποχρεωτικής υπαγωγής στη διαμεσολάβηση με θετικά αποτελέσματα , με αποτέλεσμα να διευρυνθεί η χρήση της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης σε όλες τις αστικές, μη οικογενειακές υποθέσεις , με θερμή υποδοχή . Παρατηρήθηκε δε ότι στις περιπτώσεις, όπου υπήρξε θετική κατάληξη, σημειώθηκε σημαντική μείωση των δικαστικών εξόδων, ενώ στις υποθέσεις, όπου η διαμεσολάβηση δεν κατέληξε επιτυχώς, μειώθηκε σημαντικά ο χρόνος ολοκλήρωσης της μεταγενέστερης δικαστικής αντιδικίας .
Στη Μεγάλη Βρετανία, κατόπιν του επιτυχημένου παραδείγματος του Καναδά, ξεκίνησε επίσης από το 2004 ένα πιλοτικό πρόγραμμα στα κεντρικά δικαστήρια του Λονδίνου «αυτόματης υπαγωγής στη διαμεσολάβηση » για αστικές μη-οικογενειακές υποθέσεις. Ο σκοπός δε της μείωσης των εξόδων καθώς και του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων σύντομα επιτεύχθηκε, ακόμα και σε περιπτώσεις, όπου δεν υπήρξε επιτυχημένη κατάληξη της διαμεσολάβησης . Παρά δε το γεγονός ότι στη Μεγάλη Βρετανία υπήρξε σημαντικός δισταγμός για την επιβολή μέτρων υποχρεωτικής διαμεσολάβησης , υπάρχει έντονος διάλογος μέχρι και σήμερα για την επέκταση της αυτόματης υπαγωγής σε διαμεσολάβηση σε όλες τις μικροδιαφορές .
Συμπερασματικά, όπου ισχύει η υποχρεωτική διαμεσολάβηση προ της δικαστικής προσφυγής, έχει τύχει συνήθως θετικής υποδοχής από το κοινό . Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στις δικαιοδοσίες , οι οποίες τόλμησαν το μέτρο αυτό, προέκυψε το ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι σημειώνονται παρόμοια υψηλά ποσοστά ευδοκίμησης της διαμεσολαβητικής διαδικασίας μεταξύ των διαμεσολαβήσεων, που κινήθηκαν αυτοβούλως και αυτών που επιβλήθηκαν δια νόμου .Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι τα μέρη, όταν προσέρχονται στη διαμεσολάβηση, είτε ακούσια είτε εκούσια, δείχνουν συνήθως τον ίδιο βαθμό συμμετοχής .
II. Το Ιταλικό παράδειγμα
Αξίζει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό στο ιταλικό παράδειγμα, που υπήρξε ιδιαίτερα τολμηρό στον τομέα της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης. Στην Ιταλία υπήρξε η εμπειρία σειράς νομοθετημάτων, για την εθελούσια συμμετοχή σε διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών , με πενιχρή ωστόσο συμμετοχή, ενώ η πλειοψηφία του κόσμου, εξακολουθούσε να αγνοεί παντελώς το θεσμό . Την ίδια ώρα συνωστίζονταν τεράστιος αριθμός εκκρεμών υποθέσεων , των οποίων ο χρόνος εκδίκασης υπερέβαινε τα οκτώ χρόνια, γεγονός που είχε οδηγήσει στην κατ’ επανάληψη καταδίκη της Ιταλίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων . Είχε γίνει δε αντιληπτό ότι η αύξηση του αριθμού των δικαστών ή των κονδυλίων, που χορηγούνται στην τακτική δικαιοσύνη, δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος . Από την άλλη μεριά διαπιστώθηκε το ανωτέρω «παράδοξο» της διαμεσολάβησης, ότι δηλαδή στις ελάχιστες υποθέσεις (ποσοστό 0.1% του συνόλου των αγωγών), όπου δοκιμάστηκε η διαμεσολάβηση, σημειώθηκε επιτυχής επίλυσή τους σε ποσοστό 80% . Τα παραπάνω οδήγησαν τις αρμόδιες αρχές κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία να καταστήσουν από το 2011 υποχρεωτική την προσφυγή στη διαμεσολάβηση, προ της προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη σε μια σειρά υποθέσεων .
Η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία βασίστηκε σε δύο βασικούς πυλώνες: αφενός οδηγούσε τα μέρη να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση και αφετέρου προσπαθούσε να διασφαλίσει ποιοτικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης . Περαιτέρω δίδονταν η δυνατότητα στους διαδίκους να μη συμμορφωθούν με την υποχρέωσή τους να συμμετάσχουν στη διαμεσολάβηση . Σε περίπτωση επίσης, που δεν καθίστατο εφικτή μια συμφωνία, ο διαμεσολαβητής και εφόσον τα μέρη το ζητούσαν από κοινού, υπέβαλε έγγραφη προσφορά προς τα μέρη, καλώντας τα να την αποδεχθούν . Εφόσον δε η απορριφθείσα πρόταση του διαμεσολαβητή, γίνονταν μετέπειτα δεκτή από το δικαστήριο, δεν επιδικάζονταν τα δικαστικά έξοδα υπέρ του διαδίκου, που είχε δικαιωθεί, εφόσον ήταν αυτός, που είχε απορρίψει την υποβληθείσα από το διαμεσολαβητή πρόταση . Ο Ιταλός νομοθέτης περιέλαβε περαιτέρω και φορολογικά κίνητρα για την ενθάρρυνση των μερών να επιλύσουν τις διαφορές συμβιβαστικά αλλά και σαφή πρόβλεψη της υποχρέωσης των δικηγόρων για έγγραφη ενημέρωση των πελατών τους αναφορικά με τη διαμεσολάβηση, μόλις αναλαμβάνουν έκαστη υπόθεση .
Από τις 21 Μαρτίου του 2011, όταν και εφαρμόστηκε τελικά ο νόμος, μέχρι τις 31.12.2011, τα επίσημα ιταλικά στατιστικά έδειξαν ότι πραγματοποιήθηκαν 60.810 διαμεσολαβήσεις , με ποσοστό 48% εξ αυτών να καταλήγει σε συμφωνία. Την ίδια ώρα αυξήθηκε και ο αριθμός των εκουσίων διαμεσολαβήσεων, προφανώς διότι επήλθε μεγαλύτερη οικειότητα του νομικού κόσμου αλλά και του κοινού με το θεσμό . Το εν λόγω νομοθέτημα μετά από ένα χρόνο σχεδόν εφαρμογής, και μετά από απόφαση του Ιταλικού Ανωτάτου Δικαστηρίου κηρύχθηκε αντισυνταγματικό, για τυπικούς όμως λόγους . Η δικαστική αυτή διένεξη, αποτέλεσμα προσφυγής φορέων, που αντιδρούσαν στην εφαρμογή της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, υποδεικνύει πως παρόμοια μέτρα αναγκαστικής εφαρμογής δεν μπορούν να εφαρμοστούν εν τέλει, χωρίς την προηγούμενη διαβούλευση των εμπλεκόμενων πλευρών και την εκ μέρους τους υποστήριξη . Σε κάθε περίπτωση, η Ιταλική Δημοκρατία επανήλθε πρόσφατα και με τον Ν. Δ. 69/2013 επανέφερε την υποχρεωτική διαμεσολάβηση για μια δοκιμαστική περίοδο τεσσάρων ετών, δεδομένων των ως άνω ιδιαίτερα ενθαρρυντικών αποτελεσμάτων κατά το χρόνο εφαρμογής του μέτρου. Περαιτέρω, και άλλες χώρες βρίσκονται σε διαβούλευση, προκειμένου να υιοθετήσουν παρόμοια μέτρα .
ΙΙΙ. Η συμβατότητά της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης με το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Αναφορικά με την υποχρεωτική διαμεσολάβηση, αξίζει αναφοράς η συζήτηση, που συχνά γίνεται ως προς την συμβατότητα παρόμοιων μέτρων με την Ε.Σ.Δ.Α. και το αναφαίρετο δικαίωμα του πολίτη για την πρόσβαση στο φυσικό του δικαστή . Κατ’ αρχήν, πρέπει να τονιστεί ότι η υποχρεωτικότητα αναφέρεται στη συμμετοχή στη διαμεσολαβητική διαδικασία και όχι στην επίτευξη συμφωνίας, κάτι το οποίο εναπόκειται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια των μερών . Περαιτέρω, έχει πειστικά αναφερθεί ότι είναι οξύμωρο να γίνεται επίκληση της «πρόσβασης στο δικαστή», ως αιτία αποφυγής της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, την ώρα που τα δικαστήρια συνωστίζονται από υποθέσεις, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να λειτουργήσουν εύρυθμα . Επιπρόσθετα, η υπαγωγή των μερών στη διαμεσολάβηση, έστω και ακούσια, αποτελεί από μόνη της μια μορφή πρόσβασης σε ένα εναλλακτικό μέσο διευθέτησης διαφορών, σύμφυτο με την έννοια της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, όπως αναφέρεται όχι μόνο στην Οδηγία αλλά και σε παλαιότερα κοινοτικάα κείμενα .
Πέραν των παραπάνω, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γίνεται πλέον αποδεκτό ότι παρόμοιες ρυθμίσεις υποχρεωτικής διαμεσολάβησης είναι συμβατές με τη κοινοτική νομοθεσία, με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι επιταγές του εύλογου χρόνου και της διαφάνειας . Επίσης, ρυθμίσεις υποχρεωτικής προσφυγής στη διαμεσολάβηση (πρέπει να) προβλέπουν και το δικαίωμα των εμπλεκομένων μερών να μην συμμορφωθούν με αυτήν, υπό προϋποθέσεις . Για τη νομιμότητα παρόμοιων ρυθμίσεων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη αποφανθεί θετικά, διαπιστώνοντας ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ευρωπαίου πολίτη, όπως το δικαίωμά του για πρόσβαση στη δικαιοσύνη , μπορούν να περιέχουν περιορισμούς, με την προϋπόθεση οι τελευταίοι να ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος και να είναι αναλογικοί. Έτσι, η υποχρεωτική συμμετοχή σε διαδικασία συμβιβασμού προ της δικαστικής προσφυγής κρίθηκε ότι είναι νόμιμη και εντός των πλαισίων της αρχής της ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας, εφόσον δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη ως προς την επίτευξη συμφωνίας, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ένδικου βοηθήματος και αναστέλλει την παραγραφή των οικείων δικαιωμάτων και προκαλεί ελάχιστα ή σε κάθε περίπτωση αναλογικά της διαφοράς έξοδα .
Δ. Η επιλογή της δικαστική προτροπής για τη χρήση της διαμεσολάβησης.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αντί της υποχρεωτικής χρήσης της διαμεσολάβησης, υιοθετήθηκε η επιλογή της δικαστικής διαμεσολάβησης, μέσω της οποίας τα δικαστήρια δεν διατάσσουν μεν αλλά ενθαρρύνουν τα μέρη να κάνουν χρήση της διαμεσολάβησης . Δεδομένης δε της χαμηλής συμμετοχής των μερών στη διαμεσολάβηση, τα δικαστήρια ανέλαβαν να συνδράμουν , αφ’ ης στιγμής οι δικαστικοί λειτουργοί όχι μόνο δεν αντιμετώπισαν εχθρικά ή ανταγωνιστικά αυτές τις εξωδικαστικές διαδικασίες αλλά τις υποστήριξαν θερμά . Οι δικαστικές συστάσεις αυτές δεν στερούνται έννομων συνεπειών, μιας και το μη συμμορφούμενο μέρος ενδέχεται στη συνέχεια της δικαστικής διαδικασίας να αντιμετωπίσει δυσμενείς έννομες συνέπειες, όπως ο εις βάρος του καταλογισμός των δικαστικών εξόδων, ακόμα και αν δικαιωθεί δικαστικά . Περαιτέρω, η τύποις συμμετοχή στη διαμεσολάβηση, χωρίς καμία θετική πρόθεση ή ενεργητική συμπεριφορά, προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά, έχει οδηγήσει επίσης στην επιβολή των δικαστικών εξόδων, ερμηνευόμενη ουσιαστικά ως μη συμμόρφωση στη σύσταση για διαμεσολάβηση . To αυτό δε ισχύει και για το μέρος, που αποσύρεται από τη διαμεσολάβηση αναιτιολόγητα . Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα την άμεση αύξηση του αριθμού των διαμεσολαβήσεων , χωρίς ωστόσο να στερηθεί κριτικής . Σε κάθε περίπτωση, η κύρωση των δικαστικών εξόδων στο εμπλεκόμενο μέρος ή και σε αμφότερους τους διαδίκους , σε περίπτωση άρνησης συμμετοχής τους σε διαμεσολάβηση, γνώρισε ευρεία εφαρμογή .
Ωστόσο, η πρακτική αυτή περιορίστηκε στην πορεία σημαντικά από την νομολογία , μιας και κρίθηκε στην πορεία ότι η αρχή της επιβολής των δικαστικών εξόδων στο μέρος, που χάνει τη δικαστική διαμάχη, δεν μπορεί να παραβιασθεί, με μόνη αιτιολογία της μη συμμόρφωση του διαδίκου στη προγενέστερη δικαστική σύσταση για συμμετοχή σε διαμεσολάβηση, παρά μόνο αν η στάση του αυτή υπήρξε αδικαιολόγητη. Η στροφή αυτή της νομολογίας θεωρήθηκε ως ένα μείζον εμπόδιο στην περαιτέρω ανάπτυξη του θεσμού και οδήγησε στην αύξηση των κρουσμάτων μη συμμόρφωσης των μερών στις δικαστικές συστάσεις για τη χρήση της διαμεσολάβησης και στη συνακόλουθη μείωση των διαμεσολαβήσεων.
Ε. Το Ελληνικό παράδειγμα και ο Ν. 3898/2010.
Στην Ελλάδα παρατηρείται σήμερα σε εκρηκτική μάλιστα μορφή το πρόβλημα της έντονης καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, με τη συχνότατη καταδίκη της χώρας από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, λόγω παραβίασης του άρθρου 6 του ΕΣΔΑ και τον περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη . Ο βραδύς ρυθμός διευθέτησης των διαφορών είχε από νωρίς επισημανθεί , ενώ το ίδιο το ελληνικό κράτος συνομολογεί με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο ότι το σημερινό σύστημα έχει κορεστεί . Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, υφίστανται από καιρού διατάξεις, που προβλέπουν την εξωδικαστική-συμβιβαστική επίλυση διαφορών, κινούμενες συνήθως εντός των πλαισίων του δικαστικού συμβιβασμού , χωρίς ωστόσο να προβλέπονται κίνητρα για την εφαρμογή παρόμοιων ρυθμίσεων, ούτε κάποια δομημένη διαδικασία συνεννόησης και συμβιβασμού, ενώ απουσιάζει κάποια δυσμενής συνέπεια σε περίπτωση μη πραγματικής συμμετοχής σε εξώδικη επίλυση της διαφοράς.
Με το Ν. 3898/2010, εφεξής «Νόμος», εισήχθη και στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία και ο θεσμός της διαμεσολάβησης. Ωστόσο, παρά τις προβλέψεις της ίδιας της Οδηγίας , που προτρέπει τα Κράτη-Μέλη να θεσμοθετήσουν κίνητρα για τη χρήση της διαμεσολάβησης και κυρώσεις για τη μη χρήση αυτής, στον ελληνικό νόμο απουσιάζουν παρόμοιες ρυθμίσεις. Περαιτέρω, ακόμα και η δικαστική διαμεσολάβηση, όπως ρυθμίζεται στο Νόμο αλλά και στο πρόσφατο άρθρο 214Β του ΚΠολΔ, προϋποθέτει τη συναίνεση των μερών. Επίσης, ενώ, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας αλλά και την ίδια την πρόβλεψη του Νόμου , δεν αποκλείεται η δυνατότητα των κρατών-μελών να προχωρήσουν σε μέτρα υποχρεωτικής παραπομπής σε διαμεσολάβηση, τέτοιες ρυθμίσεις απουσιάζουν παντελώς από το Νόμο .
Όσο αφορά στην υποχρεωτική εκ του νόμου διαμεσολάβηση, αξίζει να αναφερθεί ότι αυτή δεν είναι ξένη στην ελληνική έννομη τάξη. Η μεσολάβηση, που προέβλεπε ο Ν. 1876/1990 , για την επίλυση των συλλογικών εργατικών διαφορών, υπήρξε ένα εξαιρετικά επιτυχημένο παράδειγμα . Αντιθέτως, η διαμεσολάβηση που προβλέπεται με το Ν. 3869/2010 για τις περιπτώσεις των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ενώ βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στην ελληνική κοινωνία , ωστόσο, στην πράξη τα στάδια του εξωδικαστικού και του δικαστικού συμβιβασμού κατάστησαν για άλλη μια φορά ατελέσφορα, με αποτέλεσμα να απαιτείται κατά κανόνα η δικαστική ρύθμιση των χρεών των οφειλετών. Αίτια δε αυτού του φαινομένου υπήρξαν η έλλειψη κάποια δομημένης μορφής διεξαγωγής των διαμεσολαβήσεων αλλά και η απουσία πρόβλεψης τόσο για κυρώσεις, στις περιπτώσεις άρνησης διαπραγμάτευσης αλλά και κινήτρων για την επίτευξη εξωδικαστικής διευθέτησης.
Από τα παραπάνω προκύπτει, πως η ενσωμάτωση της Οδηγίας στην ελληνική νομοθεσία, ενώ από μόνη της είναι κάτι το θετικό, εδράζεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των εμπλεκομένων μερών να κάνουν χρήση της διαμεσολάβησης, όπως και οι προηγούμενες αποτυχημένες στην πράξη ρυθμίσεις εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών . Ο έλληνας νομοθέτης δεν υιοθέτησε τις συστάσεις των κοινοτικών οργάνων για την υιοθέτηση ενός πλέγματος μέτρων, ώστε η διαμεσολάβηση να λειτουργήσει πραγματικά, όπως η θέσπιση φορολογικών κινήτρων, η επιβολή κυρώσεων με την επιβολή δικαστικών εξόδων, η υποχρεωτική διαμεσολάβηση ή η δικαστική διαμεσολάβηση, η οποία δεν θα αρκείται όμως μόνο στην παροχή συστάσεων .
Δεδομένων των παραπάνω, είναι εξαιρετικά πιθανό η διαμεσολάβηση να έχει την τύχη του περίφημου άρθρου 214Α, , το οποίο δίχως να προβλέπει κίνητρα ή κυρώσεις ουσιαστικά δεν έτυχε πρακτικής εφαρμογής . Ως εκ τούτου, δεν φαίνεται πιθανό να επιτευχθεί στην ελληνική έννομη τάξη ο ίδιος ο σκοπός της Οδηγίας, που είναι η επίτευξη τελικά ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και της τακτικής δικαιοσύνης . Σε κάθε περίπτωση, πέραν των νομοθετικών πρωτοβουλιών, απαραίτητη είναι σε κάθε περίπτωση και η προηγούμενη προετοιμασία, εκπαίδευση και ενημέρωση των νομικών παραστατών , προκειμένου να γίνει αντιληπτό πως τα συμφέροντα των εντολέων τους δεν εξυπηρετούνται μόνο με την προσφυγή στη τακτική δικαιοσύνη . Η διεθνής δε εμπειρία έχει δείξει ότι απαιτείται ενημέρωση και των ίδιων των πολιτών για το θεσμό, εκπαίδευση των λοιπών παραγόντων της δίκης και πιλοτικά προγράμματα, τα οποία βοηθάνε στη σταδιακή ενσωμάτωση της διαμεσολάβησης στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης , κάτι που εξάλλου προβλέπεται και από την ίδια την Οδηγία . Μια παρόμοια σύνθετη προσέγγιση, θα καθιστούσε εφικτή την επιτυχή και ευρεία χρήση της διαμεσολάβησης, προκειμένου να μην καταγραφεί ως μία ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια ένταξης στην ελληνική έννομη τάξη της εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών .