Εξωδικαστική Επίλυση Διαφορών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση
Χρήστος Βασματζίδης: Εξωδικαστική Επίλυση Διαφορών Στην Τοπική Αυτοδιοίκηση
(Eισήγηση του κ. Χρήστου Βασματζίδη, Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης του Δήμου Αλεξανδρούπολης, με θέμα την εξωδικαστική επίλυση διαφορών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση).
Πηγή: www.pamemprosta.org
Α. Διαμεσολάβηση στις ιδιωτικές διαφορές
Είναι ήδη γνωστό ότι με το ν. 3898/2010 εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της Διαμεσολάβησης στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δηλαδή τις υποθέσεις μεταξύ ιδιωτών. Ο νόμος για τη διαμεσολάβηση, που ισχύει από το 2010, δίνει τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης σε όλες σχεδόν τις διαφορές. Εμπορικές, αστικές, οικογενειακού δικαίου. Μόνον ο γάμος δεν μπορεί να λυθεί εκτός δικαστηρίων. Τον ρόλο του «δικαστή» αναλαμβάνουν ειδικευμένοι και πιστοποιημένοι δικηγόροι που καλούνται από τις δύο πλευρές να λύσουν την όποια διαφορά. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στην Ελλάδα έχουν εκπαιδευτεί 1.500 διαμεσολαβητές, πτυχιούχοι νομικής ενώ ήδη σχολεία ξεκίνησαν διαμεσολάβηση για την αντιμετώπιση του εκφοβισμού.
Περί τα τέλη του έτους 2015 συνολικά δεκατέσσερις φορείς της αγοράς, ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας και εξέχοντες νομικοί, προχώρησαν όλοι μαζί στη δημιουργία, για πρώτη φορά, Οργανισμού για την Εξωδικαστική Επίλυση των Διαφορών. Την επίλυση, δηλαδή, σχεδόν όλων των διαφορών εκτός δικαστηρίων. Πρόεδρος του νέου φορέα ένας εξέχων νομικός. Ο κ. Π. Πικραμμένος, που διετέλεσε πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και πρωθυπουργός. Την επίλυση των διαφορών (αστικών, εμπορικών και οικογενειακού δικαίου) στηρίζουν όλοι. Από τον ΣΕΒ και την Ελληνική Ένωση Τραπεζών μέχρι τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, τους φορείς του τουρισμού και πολλούς άλλους.
Στην παρουσίαση του νέου φορέα θεωρήθηκε ότι είναι απαραίτητη η υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης για ορισμένες υποθέσεις, ενώ ο κ. Κοτσίρης έχει πει ότι «Δικαιοσύνη είναι ο πολίτης να λύνει τις διαφορές του με γρήγορο τρόπο, με μικρό κόστος και λιγότερο πόνο».
Ο κ. Πικραμμένος, ως πρόεδρος του νέου φορέα, επεσήμανε το αυτονόητο. «Μόνον με τις εξωδικαστικές μορφές επίλυσης των διαφορών θα αποσυμφορηθούν τα δικαστήρια και θα υπάρξει ισχυρή συμβολή στην ανάπτυξη της χώρας». Παράλληλα τόνισε τα «χάλια» που παρουσιάζει σήμερα η δικαστική πραγματικότητα, με τα δικαστήρια να αδυνατούν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, να διαχειριστούν τον τεράστιο όγκο των αδίκαστων υποθέσεων.
Επίσης στην Ελλάδα λειτουργεί ως φορέας συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών ο Συνήγορος του Καταναλωτή, που αποτελεί ανεξάρτητη αρχή με στόχο την εξωδικαστική και φιλική διευθέτηση διαφορών μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών.
Το 2004 υπήχθη στον Συνήγορο του Καταναλωτή η αρμοδιότητα της συγκρότησης των Επιτροπών Φιλικού Διακανονισμού, ενός θεσμού που λειτουργούσε ήδη από το έτος 1994, και οι οποίες έδρευαν στις κατά τόπους Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις της χώρας και στις οποίες μπορούσαν να προσφεύγουν οι πολίτες-καταναλωτές για τη φιλική διευθέτηση των διαφορών τους με προμηθευτές. Σκοπός της υπαγωγής των παραπάνω επιτροπών στον Συνήγορο του Καταναλωτή υπήρξε η ενδυνάμωση του κύρους και της αξιοπιστίας του θεσμού και εν γένει η αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων των Επιτροπών, ο ρόλος των οποίων έγινε κατ’ αυτόν τον τρόπο περισσότερο ουσιαστικός και αποτελεσματικός.
Με το άρθρο 94, παρ. 2 του ν. 3852/2010 για τη «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης» (Πρόγραμμα «Καλλικράτης») η αρμοδιότητα της σύστασης των ΕΦΔ, καθώς επίσης της τήρησης αρχείων των πορισμάτων τους και της τήρησης μητρώου καταναλωτών, μεταβιβάζεται πλέον στους Δήμους, προκειμένου ο επιτυχημένος αυτός θεσμός να συνεχίσει το έργο του στο καινούργιο οργανωτικό σχήμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης της χώρας μας. (2. Στο άρθρο 75 παρ. Ι του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, υπό τον τομέα γ` «Ποιότητα Ζωής και Εύρυθμης Λειτουργίας των Πόλεων», προστίθενται οι Ακόλουθες Αρμοδιότητες:…22. Η Σύσταση επιτροπής φιλικού διακανονισμού για την εξώδικη επίλυση των διαφορών ανάμεσα σε προμηθευτές και σε καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών, η τήρηση αρχείων των πορισμάτων της οικείας επιτροπής καθώς και η τήρηση μητρώου καταναλωτών). Κατά το νόμο (άρθρο 95, παρ. 1, εδ. α’), η πρόσθετη αυτή αρμοδιότητα της συγκρότησης δηλαδή των επιτροπών, ασκείται από τους Δήμους της χώρας από 1ης Ιανουαρίου 2011, ενώ με Απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ρυθμίζεται κάθε ειδικό, τεχνικό και λεπτομερειακό ζήτημα που σχετίζεται με την άσκηση της νέας αρμοδιότητας, την αναγκαία προς τούτο υλικοτεχνική υποδομή και την παροχή διοικητικής υποστήριξης (άρθρο 95, παρ. 7).
Τα παραπάνω αφορούν την διευθέτηση διαφορών μεταξύ ιδιωτών δηλαδή ως επί το πλείστον αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που ανακύπτουν από την καθημερινή συναλλακτική πρακτική, ενώ οι Δήμοι είναι αρμόδιοι μόνο για την σύσταση και συγκρότηση αυτών των επιτροπών.
Β. Διαμεσολάβηση στον Δημόσιο τομέα
Τι γίνεται όμως με τον δημόσιο τομέα; Υπάρχουν ανάλογοι θεσμοί διαμεσολάβησης ή εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών;
Στην ελληνική έννομη τάξη λειτουργούν ορισμένες συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες διοικητικές (ΑΔΑ):
1. Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) που έχει ως αποστολή την προστασία των δικαιωμάτων της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής του ατόμου στην Ελλάδα, (σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 2472/1997 και 3471/2006), δηλαδή την προστασία του πολίτη από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων αλλά και η συνδρομή προς αυτόν σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται παραβίαση των σχετικών δικαιωμάτων του σε κάθε επιχειρησιακό τομέα (χρηματοπιστωτικά, υγεία, ασφάλιση, εκπαίδευση, δημόσια διοίκηση, μεταφορές, ΜΜΕ, κ.ο.κ).
2. Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) που έχει ως σκοπό την προστασία του απορρήτου των επιστολών, της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και την ασφάλεια των δικτύων και πληροφοριών.
3. Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) που έχει ως αποστολή την επιλογή του τακτικού προσωπικού του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, τον έλεγχο της νομιμότητας των διαδικασιών πρόσληψης προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή της απασχόλησης με σύμβαση μίσθωσης έργου που διεξάγουν φορείς του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα
4. Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) oι βασικές αρμοδιότητες του οποίου αφορούν τη χορήγηση των αδειών λειτουργίας στους ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς και στον έλεγχο τήρησης της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας από το σύνολο των ιδιωτικών και δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών σταθμών.
Και φυσικά
5. Ο Συνήγορος του Πολίτη,
ενώ λειτουργούν και πολλές ακόμη οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο κείμενο του συντάγματος.
Πολλά έχουν ειπωθεί και έχουν γραφεί για τις αρμοδιότητες όλων των παραπάνω αρχών και τη νομική τους φύση, καθώς από τους ιδρυτικούς τους νόμους παρουσιάζονται τελικά να έχουν αρμοδιότητες ελέγχου όσο και κύρωσης στους παραβάτες των ρυθμίσεων για την προστασία των οποίων έχουν ταχθεί.
Όπως γίνεται κατανοητό από την περιγραφή των αρμοδιοτήτων των ως άνω Αρχών, δεν ελέγχουν μόνο το δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά ανάλογα με το αντικείμενο το οποίο εμπίπτει στην προστατευτική τους λειτουργία, επεκτείνονται και στον ιδιωτικό τομέα, όπου δηλαδή μπορεί από την δράση του τελευταίου να προκύψει παραβίαση των δικαιωμάτων, την προστασία των οποίων εγγυώνται αυτές οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές.
Πιο κοντά όμως στην έννοια της Διαμεσολάβησης είναι φυσικά ο Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος ερευνά ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών που παραβιάζουν δικαιώματα ή προσβάλλουν νόμιμα συμφέροντα φυσικών ή νομικών προσώπων.
Αποστολή του Συνηγόρου είναι αφού λάβει σχετική αναφορά από τον πολίτη ανεξαρτήτως εθνικότητος με την οποία πιστοποιείται η συναλλαγή με το Δημόσιο και περιγράφεται το πρόβλημα, να διαμεσολαβήσει με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και την εν τέλει τήρηση της νομιμότητας.
Ο Συνήγορος του Πολίτη ασκεί τα καθήκοντα του Συνηγόρου του Παιδιού και του Συνηγόρου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και έχει ορισθεί φορέας παρακολούθησης της εφαρμογής της Αρχής της Ίσης Μεταχείρισης.
Σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο (2477/1997) ο Συνήγορος του Πολίτη είναι αρμόδιος για υποθέσεις που αφορούν στις υπηρεσίες του δημοσίου, όπως υπουργεία, εφορίες, τελωνεία, πολεοδομίες, αστυνομικά τμήματα, φυλακές, σχολεία, πρεσβείες της Ελλάδας κ.λπ. όπως και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των επιχειρήσεών τους.
Η αρμοδιότητα αυτή δηλαδή της διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφορών που αφορούν υπηρεσίες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης συντρέχει με την αρμοδιότητα του νεότευκτου θεσμού του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης όσον αφορά τους Δήμους και του Συμπαραστάτη του Πολίτη και της Επιχείρησης όσον αφορά τις Περιφέρειες.
Γ. Ο Θεσμός του Συμπαραστάτη στο νόμο του Καλλικράτη
1.Εισαγωγή
Ο θεσμός του Συμπαραστάτη του δημότη και της επιχείρησης αφενός και του Συμπαραστάτη του πολίτη αφετέρου, θεσμοθετείται για πρώτη φορά πανελληνίως στα άρ. 77 και 179 του ν. 3852/2010 (νόμος για τον Καλλικράτη), αντιστοίχως. Ο Συμπαραστάτης “δέχεται καταγγελίες άμεσα θιγόμενων πολιτών και επιχειρήσεων για κακοδιοίκηση των υπηρεσιών του Δήμου, των νομικών του προσώπων και των επιχειρήσεών του ή της Περιφέρειας των νομικών της προσώπων και επιχειρήσεων και διαμεσολαβεί προκειμένου να επιλυθούν τα σχετικά προβλήματα”.
Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3852/2010 καταδεικνύονται οι σκοποί του νέου θεσμού “..τα πολυσυζητημένα προβλήματα κακοδιοίκησης στους δήμους, τα παράπονα αρκετών πολιτών για μεροληψία και επιλεκτική πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων των δημοτικών αρχών, αλλά και η υπερφόρτωση του δημάρχου από αιτήματα και παράπονα μεμονωμένων πολιτών και ομάδων, καθιστούν αναγκαία την καθιέρωση ενός νέου θεσμού διαμεσολάβησης μεταξύ διοικούμενων και δημοτικών αρχών και υπηρεσιών. Ο συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης θα έχει ως αποστολή την έγκαιρη καταπολέμηση της κακοδιοίκησης, τη διασφάλιση της αμεροληψίας των δημοτικών αρχών, την βελτίωση της εξυπηρέτησης των πολιτών και των επιχειρήσεων, καθώς και την αποσυμφόρηση του δημάρχου και άλλων αιρετών οργάνων του δήμου από την ασφυκτική και συχνά, παραλυτική, συσσώρευση αιτημάτων και παραπόνων των πολιτών..”.
Εξάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι ο Συμπαραστάτης δεν θα είναι μία ακόμη γραφειοκρατική υπηρεσία του Δήμου, αλλά ένας ανεξάρτητος διαμεσολαβητικός μηχανισμός μεταξύ των δημοτών και των δημοτικών αρχών και δημοτικών υπηρεσιών.
Περιεχόμενο της έννοιας κακοδιοίκηση. Η κακοδιοίκηση ειδικά στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Το βασικό ζήτημα που τίθεται και χρήζει διευκρίνησης είναι το περιεχόμενο της αξιολογικής έννοιας “κακοδιοίκηση”. Η αποσαφήνιση της παραπάνω έννοιας οδηγεί αυτομάτως και στην οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων του Συμπαραστάτη, καθόσον είναι επιφορτισμένος με την καταπολέμηση αυτής. Περιττό να ειπωθεί ότι ο νόμος εκλαμβάνει ως δεδομένο την ύπαρξη κακοδιοίκησης, γι’ αυτό άλλωστε και προβαίνει στη σύσταση του εν λόγω θεσμού.
Ο Συνήγορος του Πολίτη στη Εισαγωγή της Έκθεσης για το 2004, αναφέρει ότι στον όρο κακοδιοίκηση περιλαμβάνονται φαινόμενα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Αφενός δηλαδή εννοούνται φαινόμενα κακής διαχείρισης, όπως της έλλειψης υποδομών, ανεπαρκούς στελέχωσης υπηρεσιών και αφετέρου πλημμελείς υπηρεσίες προς τους πολίτες λόγω μη ορθής ή πλημμελούς εφαρμογής ή άνισης εφαρμογής του νομοθετικού πλαισίου.
Στην πρώτη περίπτωση ο όρος παρουσιάζεται ως πολιτικός και κοινωνιολογικός, ενώ στη δεύτερη απαντάται με τη νομοτεχνική του υπόσταση. Είναι αυτονόητο ότι μία λειτουργική παθογένεια (κακοδιοίκηση με την πρώτη έννοια του όρου), μπορεί να οδηγήσει σε μία πλημμελή υπηρεσία (κακοδιοίκηση με την δεύτερη έννοια του όρου). Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν πολίτες αναφέρουν και ζητούν με αίτημά τους από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου, την επιδιόρθωση ενός σημείου οδού (λακούβα, ρήγμα, καθίζηση), το οποίο με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας θα οδηγήσει σε ζημία οχήματος ή ακόμη και σε τραυματισμό προσώπου. Ο Δήμος κατανοεί το πρόβλημα και με απαντήσεις του επικαλείται την ελλιπή στελέχωση της υπηρεσίας και την ανεπάρκεια χρημάτων ως προς την διόρθωση. Μετά από λίγο καιρό, προκαλείται ζημία σε αυτοκίνητο ικανής χρηματικής αξίας. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό στη παραπάνω περίπτωση, η κακοδιοίκηση εμφανίζεται και με τις δύο μορφές. Και μπορεί στην μεν πρώτη μορφή (έλλειψη προσωπικού,) να μην φέρει ευθύνη ο οικείος Δήμος, στην περίπτωση όμως που αυτή η λειτουργική παθογένεια οδηγεί σε μορφή ζημίας, ο Δήμος φέρει την ευθύνη προς ικανοποίησή της, η δε άρνησή του, συνιστά κακοδιοίκηση με την “νομική” έννοια του όρου.
Ειδικά για την τοπική αυτοδιοίκηση από τα στατιστικά στοιχεία που έχουν τύχει επεξεργασίας από την έναρξη λειτουργίας του θεσμού του Συνηγόρου του Πολίτη, οι περισσότερες περιπτώσεις κακοδιοίκησης, πράγµατι εµφανίζονται στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Τούτο οφείλεται και στο γεγονός ότι στη χώρα συντελέστηκαν ραγδαίες διοικητικές μεταρρυθμίσεις, με τις οποίες µετακυλήθηκαν τα τελευταία χρόνια πάρα πολλές αρµοδιότητες στους Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, από την κεντρική εξουσία, οι Οργανισµοί αυτοί όμως δεν εφοδιάστηκαν µε κατάλληλη υποδοµή.
Συνεπώς για να καταλήξουμε όσον αφορά τον όρο κακοδιοίκηση: αυτή μπορεί να συμβαίνει είτε από έλλειψη υποδομών, είτε στη μη ορθή εφαρμογή του νόμου.
2. Ποιος ο ρόλος του Συμπαραστάτη στις μορφές κακοδιοίκησης
Όπως είναι ευνόητο στην αρμοδιότητα του συμπαραστάτη του δημότη ανήκει η διαπίστωση και καταπολέμηση της κακοδιοίκησης με την αμιγώς νομική της έννοια. Για την καταπολέμηση αυτής με την πολιτική της έννοια αρμόδια είναι τα πολιτικά όργανα του Δήμου, όσο φυσικά το επιτρέπουν οι συνθήκες.
Τι είναι ακριβώς ο Συμπαραστάτης του Δημότη ή του Πολίτη; Πως ενεργεί; Κατ’ αρχήν δέχεται καταγγελίες, αιτήματα και αναφορές (ο νόμος δεν ορίζει αν πρέπει να είναι γραπτές, αλλά για λόγους κωδικοποίησης και ευκολίας διεκπεραίωσης της υπόθεσης είναι ορθό να είναι γραπτές και ονομαστικές και με αρ. Πρωτοκόλλου). Οι καταγγελίες αφορούν παράπονα δημοτών ή πολιτών που θεωρούν ότι θίγονται στα δικαιώματά τους από τη δράση των υπηρεσιών του Δήμου ή της Περιφέρειας. Π.χ. μη έγκαιρη απάντηση σε αίτηση δημότη ή μη έγκαιρη διεκπεραίωση υπόθεσης, ή μη έκδοση αδείας, πιστοποιητικού, αρνητική απάντηση σε διαγραφή προστίμου κλπ.
3.Είναι θεσµός πρώτα από όλα διαµεσολάβησης και µετά ελέγχου.
Η μέχρι τώρα πορεία του θεσμού αφήνει ένα χρήσιμο δείγμα για το αντικείμενο και το εύρος των αρμοδιοτήτων, καθώς και για την ποιότητα της διαμεσολάβησης. Έτσι οι μορφές της διαμεσολάβησης θα μπορούσαν να υπαχθούν σε 4 κατηγορίες. Πρώτα πρώτα η διαμεσολάβηση με την έννοια της πληροφόρησης και της εξυπηρέτησης.
Πρόκειται για τις πιο απλές μορφές διαμεσολάβησης που αφορούν δημότες οι οποίοι δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους σχετικά μ’ ένα θέμα, ή θέλουν να μάθουν σε ποιο στάδιο βρίσκεται η υπόθεσή τους. Πρόκειται δηλαδή για απλά ερωτήματα δημοτών και όχι αμιγώς για καταγγελίες.
Η δεύτερη κατηγορία είναι η διαμεσολάβηση με την έννοια της διαιτησίας. Αυτή συμβαίνει όταν ο δημότης έχει μία διαφωνία με την υπηρεσία για ένα δικαίωμά του ή μία ενέργειά του και χρειάζεται μία επέμβαση για να λυθεί με νόμιμο τρόπο η διαφορά. Συνήθως οι διαφορές αυτές ανακύπτουν πριν την έκδοση μίας πράξης π.χ. ενός πιστοποιητικού ή μίας έκδοσης αδείας καταστήματος και πολλές φορές προκύπτουν από το δυσνόητο κείμενο ενός νόμου που επιδέχεται ερμηνείας.
Και η πρώτη περίπτωση και η δεύτερη αποτελούν τους στυλοβάτες του θεσμού. Επιτρέπουν στον συμπαραστάτη να βρίσκεται μονίμως σε ανοιχτό διάλογο με τις αρμόδιες υπηρεσίες και τα όργανα μονομελή και συλλογικά του Δήμου ή της Περιφέρειας. Από τον διάλογο αυτό πρωτίστως ωριμάζει ο θεσμός η δε εμπειρία που αποκτάται διοχετεύεται στην επίλυση των όποιων διαφορών, ενώ παράλληλα προλαβαίνονται οι όποιες παραβάσεις νόμου.
Η τρίτη μεγάλη κατηγορία αφορά την αρμοδιότητα του συμπαραστάτη που είναι πιο κοντά στον έλεγχο της νομιμότητας παρά στη διαμεσολάβηση. Και τούτο γιατί πλέον ο δημότης έχει μπροστά του μία διοικητική πράξη (αρνητική απάντηση σε αίτημα, πρόστιμο κλπ) που έχει ήδη εκδοθεί από τα αρμόδια όργανα και παραπονείται για την νομιμότητά της. Εκεί ο έλεγχος είναι απολύτως αυστηρός και τυπικός. Σε αυτές τις περιπτώσεις εκδίδονται πορίσματα στα οποία αφού εκτίθεται το ιστορικό της υπόθεσης, αφού αναλυθεί η νομοθεσία και η νομολογία, γίνεται η υπαγωγή των περιστατικών στο νόμο. Αν διαπιστωθεί ότι η ενέργεια της διοίκησης έλαβε χώρα σύμφωνα με το νόμο ο συμπαραστάτης εκθέτει στον θιγόμενο τις διαπιστώσεις του. Αν διαπιστωθεί ότι η ενέργεια έλαβε χώρα κατά παράβαση του νόμου, τότε ζητείται η διόρθωση της πράξης, που μπορεί να επέλθει είτε με την έκδοση νέας ορθής είτε με την ανάκληση της προσβληθείσας.
Η τέταρτη κατηγορία αφορά τις ειδικές προτάσεις που προβλέπονται στα άρθρα 77 και 179 του ν. 3852/2010, σύμφωνα με τα οποία ο συμπαραστάτης μπορεί να προβαίνει στη διατύπωση προτάσεων βελτίωσης της περιφερειακής ή δημοτικής Διοίκησης και των σχέσεων της με το κοινό, τόσο στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης του όσο και επ’ ευκαιρία σημαντικών προβλημάτων κακοδιοίκησης που ο ίδιος εντοπίζει. Οι παραπάνω προτάσεις κοινοποιούνται στο περιφερειακό / δημοτικό συμβούλιο, στον Δήμαρχο / Περιφερειάρχη και στον Γενικό/ Εκτελεστικό Γραμματέα, ενώ αναρτώνται υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα του Δήμου.
4. Λειτουργία του Συμπαραστάτη
Το πρώτο πράγµα που οφείλει να κάνει ο Συμπαραστάτης είναι να έρθει σε επαφή µε την αρμόδια δημοτική ή περιφερειακή υπηρεσία κατά της οποίας παραπονέθηκε πολίτης και να ζητήσει τη γνώμη της, να ζητήσει τα στοιχεία του φακέλου της κάθε υπόθεσης και να μιλήσει με τους χειριστές της υπόθεσης, δηλαδή τους εισηγητές υπαλλήλους, τους διευθυντές που έχουν δικαίωμα υπογραφής, τους αντιδημάρχους ή θεματικούς αντιπεριφερειάρχες και όπου χρειαστεί να συζητήσει με το Γεν. Γραμματέα και με τον ίδιο τον Δήμαρχο ή τον Περιφερειάρχη.
Με αυτό τον τρόπο, αρχίζει ένας διαφανής διάλογος. Ο Συμπαραστάτης του Δημότη, συγκεντρώνει το υλικό και ακούει τις απόψεις των εμπλεκόμενων μερών. Επειδή μάλιστα κάποιες περιπτώσεις (π.χ. Άδεια ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος ) για να ευδοκιμήσουν χρειάζονται τη συνδρομή πολλών υπηρεσιών εκτός Δήμου, ο Συμπαραστάτης ανοίγει διαύλους επικοινωνίας και με αυτές. Π.χ. στην περίπτωση για χορήγηση άδειας καντίνας σε κατοικημένη αστική περιοχή ή στην περίπτωση της άδειας ίδρυσης υπεραγοράς, δεν συζήτησα μόνο με τα στελέχη του Δήμου. Επισκέφθηκα τον υπεύθυνο των υγειονομικών ελέγχων της Δ/νσης Υγείας στην πρώτη περίπτωση και τον υπεύθυνο μηχανικό της εταιρίας στην δεύτερη περίπτωση, ενώ σε άλλη περίπτωση που είχε να κάνει με παραβάσεις από καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος είχα συζήτηση και με αξιωματικό της αστυνομίας.
Ο ρόλος δηλαδή του Συμπαραστάτη απαιτεί συνολική εκτίμηση της κατάστασης και συνεχή επαγρύπνηση και ανταλλαγή απόψεων με υπηρεσίες και εκτός Δήμου, προκειμένου να επιτευχθεί ο βασικός στόχος που είναι η αντικειμενικότητα της κρίσης του.
Όταν τελικά διαπιστωθεί ότι το πρόβληµα του πολίτη είναι βάσιµο, αρχίζει η διαδικασία επίλυσής του. Σε αυτό το στάδιο ο συμπαραστάτης σταθμίζει τις απόψεις των πλευρών. Αν η ενέργεια των υπηρεσιών του Δήμου, είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία και δεν γεννάται η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό ο συμπαραστάτης απαντά στον διοικούμενο σύμφωνα με τις διαπιστώσεις στις οποίες έχει προβεί. Αν η ενέργεια δεν είναι σύμφωνη με το νόμο, ζητείται από την υπηρεσία η ανάκλησή της και η διόρθωση της ενέργειας όπου αυτή είναι δυνατό να επέλθει.
5. Οφέλη της διαμεσολάβησης
Ποια είναι η χρησιμότητα του συμπαραστάτη; Πρώτα από όλα να γλιτώσει ο δημότης από τον κόπο, τα έξοδα και τη σπατάλη χρόνου να πάει στο δικαστήριο. Σκεφτείτε ότι μία προσφυγή κατά διοικητικής πράξης κάνει δύο και παραπάνω χρόνια για να προσδιοριστεί και να συζητηθεί μόνο. Δεν υπολογίζεται το διάστημα μέχρι να εκδοθεί απόφαση και να επιδοθεί αυτή. Συνεπώς αποφορτίζονται και τα διοικητικά δικαστήρια, ενώ ο δημότης μπορεί να ελπίζει αν το αίτημά του είναι βάσιμο σε μία σχετικά γρήγορη διευθέτηση της υπόθεσής του. Αποφορτίζονται και οι δημοτικές ή περιφερειακές υπηρεσίες γιατί:
1. οι υποθέσεις τελειώνουν με την διαμεσολάβηση του Συμπαραστάτη, με συζητήσεις που γίνονται με εισηγητές και διοικητικά όργανα, ώστε να μην χρειάζονται συχνές επισκέψεις των δημοτών στις υπηρεσίες,
2. αφού διαπιστωθεί το πρόβλημα και προταθεί μία λύση από την πλευρά του Συμπαραστάτη, αυτή μπορεί να χρησιμεύσει ως “δεδικασμένο” που θα ακολουθηθεί και σε παρόμοιου ενδιαφέροντος υποθέσεις.
Και στις δύο περιπτώσεις εξοικονομείται και απελευθερώνεται πολύτιμος χρόνος εργασίας για τις υπηρεσίες.
6. Οι απόψεις του Συμπαραστάτη πρέπει να ακολουθηθούν από τη δημοτική ή περιφερειακή διοίκηση;
Ο θεσμός του Συμπαραστάτη δεν είναι αμιγώς ελεγκτικός, διότι έλεγχος κατά κυριολεξία σημαίνει δυνατότητα κύρωσης και δυνατότητα καταναγκασµού να επιβάλεις την άποψή σου και ο συμπαραστάτης δεν έχει αυτή την αρμοδιότητα. Συνεπώς αν η διοίκηση δεν συμφωνεί με την άποψη του συμπαραστάτη δεν ενεργεί κατά τον τρόπο που της υποδεικνύει. Μια και µόνο κύρωση έχει ο Συμπαραστάτης και αυτή δεν είναι έννομη αλλά μία κύρωση ηθικοκοινωνικού χαρακτήρα, που του αναγνωρίζει ο ίδιος ο νομοθέτης. Την δημοσιότητα μέσω της επίσημης ιστοσελίδας του Δήμου ή της Περιφέρειας των ειδικών προτάσεων όπου προβάλλονται φαινόμενα κακοδιοίκησης που ο ίδιος εντοπίζει και προτείνει λύσεις για την αντιμετώπισή τους, καθώς και των ετήσιων απολογιστικών εκθέσεων, όπου εκεί αναγράφονται τα πεπραγμένα του θεσμού.
Η αρχή της διαφάνειας βέβαια επιβάλλει την δημοσιοποίηση εκτός των ειδικών προτάσεων και των εκθέσεων πεπραγμένων και όλων εκείνων των απαντητικών εγγράφων προς τους πολίτες και τις υπηρεσίες, που έχουν σχέση με την εξεταζόμενη κάθε φορά υπόθεση, τηρώντας φυσικά τις διατάξεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
7. Συμπαραστάτης και Διαμεσολάβηση ιδιωτικού δικαίου
Ο Συμπαραστάτης λοιπόν αποτελεί διαμεσολαβητικό μηχανισμό επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν από τις ενέργειες των δημοτικών και περιφερειακών υπηρεσιών. Έτσι τουλάχιστον διαρθρώνεται στο νόμο και στην αιτιολογική έκθεση. Έχει σχέση η διαμεσολάβηση με τη διαμεσολάβηση του ν. 3898/2010 («για τη Διαμεσολάβηση στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία με αριθμό 2008/52/ΕΚ, ως «η διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή».
Η διαμεσολάβηση του ν. 3898/2010 αφήνει την εξουσία της απόφασης καθαρά στα μέρη. Ο διαμεσολαβητής δεν αποφασίζει τι είναι δίκαιο ή σωστό, δεν είναι ούτε δικαστής ούτε διαιτητής, αλλά ενεργεί ως καταλύτης, σκοπός του οποίου είναι να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, ώστε τα μέρη να καταλήξουν σε λύση στη διαφορά τους.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι η διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν μπορεί να ταυτισθεί με τη διαμεσολάβηση σε υποθέσεις που αφορούν τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή σε υποθέσεις και διαφορές που προκύπτουν από την κατηγορία του δημοσίου δικαίου.
Και τούτο γιατί η δράση αυτών, υπάγεται στη γενική και βασική αρχή της νομιμότητας που σημαίνει ότι εφαρμόζουν και εκτελούν τα πάσης φύσεως νομοθετήματα που τους παρέχουν και την αρμοδιότητα της κυριαρχικής δράσης τους.
Σ’ αυτή την περίπτωση ο Συμπαραστάτης, εφόσον έχει προκύψει η ενέργεια της διοίκησης δεν μπορεί παρά ως ελεγκτής της νομιμότητας, απλά να θεωρήσει την ενέργεια νόμιμη ή παράνομη. Διότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί ούτε ο δημότης, ούτε η διοίκηση να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους και να προσέλθουν στην διαμεσολάβηση κάνοντας αμοιβαίες υποχωρήσεις. Έχουμε να κάνουμε με την αρχή της νομιμότητας που δεν επιτρέπει αμοιβαίες υποχωρήσεις. Μία μικρή εξαίρεση απ’ αυτόν τον κανόνα θα μπορούσε να υπάρξει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της υπηρεσίας δηλαδή τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ διαφορετικών ρυθμίσεων. Εκεί ο Συμπαραστάτης με τη γνώμη του μπορεί να συμβάλλει στο να επιλεχθεί μία ρύθμιση από τις ενδεχόμενες να εφαρμοσθούν.
Υπάρχει και μία άλλη κατηγορία υποθέσεων στις οποίες ο Συμπαραστάτης λειτουργεί πραγματικά ως διαμεσολαβητής, πάλι ωστόσο στα στενά πλαίσια του νόμου. Είναι εκείνες οι υποθέσεις που για να προχωρήσει σε δράση η υπηρεσία, χρειάζεται μία προηγούμενη επεξεργασία του νομοθετικού πλαισίου που ισχύει για την συγκεκριμένη περίπτωση. Εκεί δηλαδή που χρειάζεται μία προσεχτική ερμηνεία των διατάξεων, γνώση της νομολογίας που ισχύει, επεξεργασία των πραγματικών περιστατικών που αναφέρει ο πολίτης τον οποίο αφορά η ρύθμιση που πρόκειται να εφαρμοσθεί, ακόμη και λήψη υπ’ όψιν τυχόν ευθυνών που μπορεί να προκύψουν για τον υπάλληλο που χειρίζεται την υπόθεση αν ακολουθήσει μία λύση αμφίβολης νομικής ορθότητας.
8. Ο Συμπαραστάτης στο πλαίσιο της δημοτικής/ περιφερειακής λειτουργίας.
Ο Συμπαραστάτης δεν επιβάλλεται καταναγκαστικά. Συστήνει, καλεί προς εφαρμογή του ορθού, γνωμοδοτεί, επιχειρηματολογεί. Δεν τιμωρεί, δεν επιβάλλει καμία κύρωση και έτσι πρέπει. Κυρώσεις επιβάλλουν τα δικαστήρια. Εφαρμόζει τη νομιμότητα, και την παρουσιάζει χωρίς σχήματα λόγου στην υπηρεσία. Ακόμη ακόμη και αν χρειαστεί να γνωμοδοτήσει περαιτέρω και να υποστηρίξει την άποψή του.
Ο στόχος είναι αυτός που τέθηκε παραπάνω. Να παραδεχθεί η διοίκηση την άποψη του Συμπαραστάτη, να την αποδεχθεί και να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση ή στην ενέργεια δικαιώνοντας τον Δημότη.
Ποια είναι η ισχύς του Συμπαραστάτη απέναντι στη διοικητική λειτουργία; Πως αντιδρά ένας προϊστάμενος υπηρεσίας, όταν έρθει η γνωμοδότηση από τον Συμπαραστάτη ο οποίος δεν ανήκει στην υπαλληλική ιεραρχία του Δήμου ή της Περιφέρειας και με την οποία του συστήνεται η ανάκληση μιας ενέργειάς του; Ποιος ο ρόλος των αιρετών σε αυτή τη σχέση, στους οποίους πιθανόν να προσφύγει ο προϊστάμενος; Πώς αντιλαμβάνεται μία υπηρεσία το γεγονός ότι ο Συμπαραστάτης υποδεικνύει τρόπους για ορθότερη διοικητική λειτουργία μέσω των προτάσεών του; Αυτά ήταν μερικά από τα ερωτήματα που τέθηκαν από την αρχή της λειτουργίας του θεσμού και η απάντησή τους αποτέλεσε και την μέθοδο εργασίας.
Η μέθοδος αυτή οικοδομείται με τα εξής στοιχεία:
o Κατ’ αρχήν γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί ότι ο Συμπαραστάτης δεν μπορεί να επιλύσει όλα τα κακώς κείμενα που υπάρχουν σ’ ένα Δήμο ή μία Περιφέρεια.
o Δεν υποκαθιστά ούτε τους αιρετούς και τη λειτουργία τους, ούτε τις υπηρεσίες. Συμβάλλει πάνω σε συγκεκριμένο πρόβλημα με σαφείς προτάσεις, χωρίς να απαξιώνει. Δεν είναι εχθρός της υπηρεσίας. Ο έλεγχος του Συμπαραστάτη δεν είναι η προκαταρκτική εξέταση των εισαγγελέων, που έχουν νιώσει στο πετσί τους, υπάλληλοι των Δήμων και των Περιφερειών, τα τελευταία χρόνια. Ανήκει σε μία κατηγορία ελέγχων, που προσιδιάζει περισσότερο σε «μελέτη». Αναλύονται τα στοιχεία, οι πλευρές του προβλήματος, το νομοθετικό πλαίσιο και γίνεται μία σύσταση προς την υπηρεσία. Αν πάλι από τη μελέτη προκύψει ότι η καταγγελία δεν ευσταθεί, ανακοινώνεται στον καταγγέλλοντα.
o Συζητά με την υπηρεσία, παίρνει έγγραφα, τηλεφωνεί, επικοινωνεί με τους αιρετούς όποτε χρειαστεί.
Το ζήτημα για την ολοκλήρωση της επιτυχούς διαμεσολάβησης λοιπόν είναι η πρόκληση εμπιστοσύνης. Ή αλλιώς η αξιοπιστία. Να πείσει ότι αυτό που λέει είναι το ορθό. Εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα και γι’ αυτό τον λόγο βρισκόμαστε εδώ για να αναπτύξουμε περισσότερο τον θεσμό και να τον δυναμώσουμε, καταθέτοντας τις εμπειρίες μας. Χωρίς προηγούμενο ο θεσμός αυτός, χωρίς επαρκή νομοθετική στήριξη (μόνο το άρ. 77 του ν. 3852/2010), χωρίς εκλογή με συγκεκριμένο κατάλογο προσόντων, παρά μόνο με την πομπώδη αξιολογική αναφορά του «εγνωσμένου κύρους και αξίας», έρχεται για να πείσει για την ορθότητα των κρίσεών του.
Αυτά που περιγράφηκαν παραπάνω αποτελούν τη δυναμική της σχέσης του Συμπαραστάτη με τις υπηρεσίες. Αυτό που πρέπει να προστεθεί ως επίλογος είναι ότι η σχέση αυτή δεν διακρίνεται από στασιμότητα. Η ένταση είναι εγγενές στοιχείο της λειτουργίας των δύο πλευρών όταν έρχονται αντιμέτωπες. Η εργασία έγκειται στη σταδιακή απομείωση της έντασης και στην εξασφάλιση μιας διαδικασίας διαλόγου που θα αποδομεί τα στερεότυπα και κοινότυπα πλαίσια εφαρμογής των κανόνων και θα δίνει βάση στις ορθές πρακτικές εξεύρεσης λύσεων στα πλαίσια της νομιμότητας.
Δ. Άλλες δυνατότητες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών στην τοπική αυτοδιοίκηση
1. Λειτουργία της Επιτροπής Συμβιβαστικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών και Αμφισβητήσεων. Αρμοδιότητες.
Ο νόμος 1080/1980 προβλέπει ότι σε κάθε δήμο ή κοινότητα συνιστάται σε κάθε επιτροπή συμβιβαστικής επιλύσεως των φορολογικών διαφορών και αμφισβητήσεων για τη βεβαίωση ή αναγνώριση φορολογικής απαλλαγής ή μειώσεως οποιουδήποτε αυτοτελούς φόρου, τέλους, δικαιώματος, εισφοράς, αντιτίμου προσωπικής εργασίας και προστίμου μεταξύ δήμου ή κοινότητας ή συνδέσμου δήμων και κοινοτήτων και φορολογουμένων. Σε δήμους με πληθυσμό μεγαλύτερο από εκατό χιλιάδες (100.000) κατοίκους μπορεί να συνιστώνται περισσότερες από μία επιτροπές.
Η επιτροπή συγκροτείται τον Ιανουάριο κάθε χρόνου: α) Σε δήμους με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου και αποτελείται από δύο δημοτικούς συμβούλους και από ένα φορολογούμενο δημότη. Ο φορολογούμενος δημότης επιλέγεται με τον αναπληρωτή του από το δημοτικό συμβούλιο από τον κατάλογο των φορολογουμένων. Ο πρόεδρος της επιτροπής με τον αναπληρωτή του ορίζεται με την απόφαση συγκρότησης της επιτροπής.
Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί δημοτικός ή κοινοτικός υπάλληλος που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την ίδια απόφαση. Η επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα όλα το μέλη της και ο γραμματέας ή οι αναπληρωτές τους.
Ο δημότης που παραπονείται κατά φόρου τέλους ή προστίμου καταθέτει προσφυγή στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, με την επισημείωση στο δικόγραφο του αιτήματος για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς ενώπιον της παραπάνω επιτροπής. Η προσφυγή λοιπόν κοινοποιείται στην αρμόδια επιτροπή συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικών διαφορών και αμφισβητήσεων, με επιμέλεια του αιτούντος και η οποία οφείλει πριν τη συζήτηση κάθε υπόθεσης να διαπιστώνει επί ποινή απαραδέκτου τη σωρευτική πλήρωση των κατωτέρω προϋποθέσεων:
o Tην ύπαρξη δικογράφου, το οποίο απευθύνεται σε δικαστική αρχή.
o Την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία της κύριας έδρας του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, πιστοποιούμενης αυτής με τη σχετική πράξη κατάθεσης.
o Επί του αυτού δικογράφου να εμπεριέχεται ρητά το αίτημα του ενδιαφερόμενου για διοικητική επίλυση της διαφοράς με τον οικείο δήμο, στο πλαίσιο της παρ. 3 του άρθρου 32 του ν. 1080/80.
Έτσι λοιπόν οι αρμόδιες δημοτικές υπηρεσίες οφείλουν στις καταλογιστικές πράξεις φόρων και τελών να ενημερώνουν πλέον τους ενδιαφερόμενους:
o για την δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής κατά της εγγραφής του σε βεβαιωτικό κατάλογο.
o για τη δυνατότητά του να υποβάλλει με το ίδιο δικόγραφο της προσφυγής παράλληλο αίτημα για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, στο πλαίσιο της πρόβλεψης της παρ. 3 του άρθρο 32, του ν. 1080/80 και
o για την υποχρέωσή του, εφόσον ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, να προβεί στην επίδοση στον οικείο δήμο επικυρωμένου αντιγράφου αυτής, μέσα σε προθεσμία είκοσι (30) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για την άσκησή της, ανεξαρτήτως εάν στο δικόγραφο εμπεριέχεται αίτημα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς με το δήμο (άρθρο 126 παρ. 1 ν. 2717/99, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του ν. 3900/10). (Εγκύκλιος οικ 18812/ 14.4.2011 Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης)
Η επιτροπή υποχρεούται εντός δεκαήμερης προθεσμίας από της παραλαβής του δικογράφου της προσφυγής να ορίσει ημερομηνία συζήτησης και να καλέσει τον προσφεύγοντα ή τον αντίκλητό του τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν την οριζόμενη για τη συζήτηση της υποθέσεως.
Η επιτροπή αν διαπιστώσει ότι συντρέχουν λόγοι μειώσεως ή διαγραφής του βεβαιωθέντος ποσού συντάσσει πρακτικό εντός είκοσι ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως, που υπογράφεται και από τον προσφεύγοντα ή από τον αντίκλητο αυτού. Εάν η επιτροπή διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν λόγοι διαγραφής τον βεβαιωθέντος ποσού ή πρόκειται για πρόστιμο αυτοτελώς επιβληθέντος, η μείωση τον προστίμου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη ποσοστού 50% αυτού.
Το πρακτικό διαβιβάζεται στο δημοτικό συμβούλιο και το οποίο αποφασίζει περί αποδοχής ή μη της προτάσεως της επιτροπής. Με την αποδοχή της προτάσεως της επιτροπής, αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου και μετά τον κατά νόμο έλεγχο αυτής, τελειούται ο συμβιβασμός και η προσφυγή που έχει ήδη ασκηθεί καθίσταται άνευ αντικειμένου. Αντίθετα αν δεν επιτευχθεί ο συμβιβασμός η υπηρεσία του δήμου διαβιβάζει άμεσα την προσφυγή στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο για τη συνέχιση της εκδίκασης
2. Οικονομική Επιτροπή Δήμων και Περιφερειών
Η Οικονομική Επιτροπή είναι όργανο του δημοτικού συμβουλίου επιφορτισμένο με την παρακολούθηση και τον έλεγχο της οικονομικής λειτουργίας του δήμου. Αποτελείται από τον δήμαρχο ή τον οριζόμενο από αυτόν αντιδήμαρχο ως πρόεδρο και από έξι (6) μέλη, αν το συμβούλιο έχει έως και είκοσι επτά (27) μέλη, οκτώ (8) μέλη, αν το συμβούλιο έχει έως και σαράντα πέντε (45) μέλη, και δέκα (10) μέλη, αν το συμβούλιο έχει πάνω από σαράντα πέντε (45) μέλη. Οι επιτροπές συνεδριάζουν δημόσια και αποφασίζουν με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του προέδρου. Το άρθρο 72 του ν. 3852/2010, ορίζει τις αρμοδιότητες της Οικονομικής Επιτροπής, μεταξύ των οποίων στην περίπτωση ιδ) ορίζεται ότι «αποφασίζει για το δικαστικό συμβιβασμό και τον εξώδικο συμβιβασμό ή κατάργηση δίκης που έχουν αντικείμενο μέχρι του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και εισηγείται στο δημοτικό συμβούλιο για τον εξώδικο συμβιβασμό ή την κατάργηση δίκης που έχουν αντικείμενο που υπερβαίνει το παραπάνω ποσό.».
Επίσης και στις Περιφέρειες, με απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου μπορεί να συστήνονται μέχρι δύο (2) επιτροπές, στις οποίες το συμβούλιο μεταβιβάζει αρμοδιότητες του για συγκεκριμένους τομείς περιφερειακής πολιτικής που ορίζονται από αυτό ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες της οικείας περιφέρειας. Έτσι και στην Περιφέρεια ως β΄ βαθμού αυτοδιοικητική μονάδα, συγκροτείται Οικονομική Επιτροπή η οποία έχει μεταξύ άλλων και την αρμοδιότητα επίσης του συμβιβασμού ή της κατάργησης δίκης που έχει αντικείμενο μέχρι ποσού των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ. Δεν επιτρέπεται συμβιβασμός ή κατάργηση δίκης για απαιτήσεις μισθών, επιδομάτων, αποζημιώσεων, εξόδων παράστασης, εξόδων κίνησης και γενικά μισθολογικών παροχών οποιασδήποτε μορφής, εξαιρουμένων εκείνων για τις οποίες το νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί με απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου.
Ειδικότερο θέμα έχει ανακύψει σε ότι αφορά την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών ιδίως στους Δήμους στις περιπτώσεις της αστικής αντικειμενικής ευθύνης.
Ο Συνήγορος του Πολίτη με το υπ’ αριθμ. Φ.1000.2/26683/4-7-2013 έγγραφό του με θέμα «Εξωδικαστική επίλυση διαφορών στους ΟΤΑ α΄ βαθμού», (http://www.synigoros.gr/resources/epistolh-stp-pros-ypoyrgeio–eswterikwn.pdf) επανέρχεται σε ζητήματα που αφορούν τη χρήση, από τους δήμους της χώρας, της δυνατότητας που τους παρέχει η κείμενη νομοθεσία να προχωρούν σε εξωδικαστική επίλυση διαφορών, που ανακύπτουν μεταξύ άλλων και σε περιπτώσεις όπου προκαλούνται υλικές ζημιές σε τρίτους εξαιτίας ανεπαρκούς συντήρησης οδοστρωμάτων.
Ο Συνήγορος εντόπισε ότι υπάρχουν πολλές αναφορές με αίτημα την κάλυψη των ζημιών που οφείλονταν σε ανωμαλίες οδοστρώματος, ήδη από το δεύτερο έτος της λειτουργίας του, το 1999. Η αναιτιολόγητη απόρριψη από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αιτημάτων πολιτών για συμβιβαστική, εξωδικαστική επίλυση διαφορών που ανακύπτουν κυρίως, από παραλείψεις των ΟΤΑ να συντηρήσουν επαρκώς το οδόστρωμα και γενικότερα, τους δημόσιους χώρους που κείνται στα όρια της τοπικής τους αρμοδιότητας, είναι ένα θέμα που προκαλεί τεράστια προβλήματα τόσο στους Δήμους, όσο και στους πολίτες, αλλά επιβαρύνει και την απονομή της Δικαιοσύνης.
Η εμπειρία του Σ.τ.Π. από το χειρισμό αυτών των υποθέσεων αποτυπώθηκε στην Ειδική Έκθεση, «Αστική Ευθύνη Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. H περίπτωση υλικών ζημιών σε οχήματα από ανωμαλίες του οδοστρώματος ή άλλες παρεμφερείς αιτίες», το Νοέμβριο του 2004.
Η Αρχή θεωρεί ότι αυτού του είδους οι διαφορές αστικής αντικειμενικής ευθύνης των άρθρων 105-106 του ΕισΝΑΚ και η παραπομπή εκκαθάρισης αυτών στο πλαίσιο δικαστικής διένεξης ως επιλογή υπονομεύει το δημόσιο συμφέρον. Και τούτο, διότι καταρχάς, επιβαρύνει τους ήδη κορεσμένους δικονομικούς μηχανισμούς διευρύνοντας τη δικαστική ύλη σε πεδία πλήρως ρυθμισμένα από το νόμο και ήδη επαρκώς επεξεργασμένα από τη νομολογία. Κατά δεύτερον, προσαυξάνει την τελική δαπάνη του δημοσίου, καθώς πλέον της θετικής ζημιάς, προστίθενται τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, ενδεχομένως δε και κονδύλια περί αναπλήρωσης διαφυγόντων κερδών και ικανοποίησης ηθικής βλάβης. Στην Ειδική Έκθεση, ο Σ.τ.Π. επεχείρησε τη σύζευξη δυο νομικών θεσμών.
Διαφορές αντικειμενικής (αστικής) ευθύνης των ΟΤΑ των άρθρων 105-106 του ΕισΝΑΚ, εξαιτίας της παραβίασης του καθήκοντος επιμελείας, των παραλείψεών τους να προβαίνουν στις ενδεικνυόμενες οφειλόμενες ενέργειες για συντήρηση του οδοστρώματος των οδών της αρμοδιότητάς τους, όπως επιβάλλουν οι ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ΔΚΚ), θεωρήθηκε χρήσιμο να επιλύονται εξωδικαστικά, εντασσόμενες στη δυνατότητα των ΟΤΑ, βάσει ρητών διατάξεων των ΔΚΚ να προβαίνουν στη σύναψη εξώδικου συμβιβασμού. Η εναλλακτική, ως προς την δικαστική διεκδίκηση, μέθοδος ικανοποίησης των πολιτών για τη ζημία που υπέστησαν από παραλείψεις οφειλομένων ενεργειών των ΟΤΑ, εν αντιθέσει με την βασική αρχή της πλήρους αποζημιώσεως που επιδικάζουν τα δικαστήρια, αποβλέπει στην κάλυψη μόνο της θετικής ζημίας, όχι στην αναπλήρωση των διαφυγόντων κερδών.
Στον εξώδικο συμβιβασμό που προτείνει ο Σ.τ.Π. αποκλείεται η επιδίκαση χρηματικού ποσού για ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Η προταθείσα διαδικασία εξισορροπεί τις εκατέρωθεν αξιώσεις.
Πρόκειται για χρηματική ικανοποίηση μέσω της σύμβασης του συμβιβασμού του άρθρου 871 ΑΚ και όχι αποζημίωσης υπό την τεχνική έννοια του όρου.
Ο Συνήγορος διαπιστώνει ότι ωστόσο ότι η υλοποίηση της παραπάνω πρότασης και η ολοκλήρωση της σύναψης αυτού του είδους του συμβιβασμού και για τις συγκεκριμένες υποθέσεις, έβρισκε και βρίσκει ακόμη αντίσταση από το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο επέστρεφε αθεώρητα χρηματικά εντάλματα των ΟΤΑ α΄ βαθμού για αποζημίωση πολιτών που είχαν βάση την αντικειμενική ευθύνη των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ.
Συχνά ωστόσο, η άρνηση αυτή οφειλόταν σε νομικές πλημμέλειες που συνδέονται με ελλιπή αποδεικτικά στοιχεία εκ μέρους του αιτούμενου ή παραλείψεις του ΟΤΑ ως προς την κατάρτιση της σύμβασης εξώδικου συμβιβασμού.
Ενδεικτικά, σημειώνουμε περιπτώσεις, όπου ο δικαιούχος δεν έχει προσκομίσει αστυνομικό δελτίο συμβάντος ή θεωρημένα παραστατικά για τα δαπάνες, επισκευής του οχήματος. Άλλες φορές πάλι οι ΟΤΑ θεωρούσαν, εντελώς εσφαλμένα , ότι μη έγκριση χρηματικών ενταλμάτων εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελούσε ένα είδος «νομολογίας» στην οποία οφείλετο συμμόρφωση. (Εντελώς, ενδεικτικά βλ ΕΣ (VII Τμήμα) 49/2010, 3, 7, 36/2005, 6/2004, 534/2003. Βλ. επίσης, ενδεικτικά ΕΣ (VII Τμήμα) 61, 80, 96,182, 198, 200, 251/2008).
Αφού λοιπόν η Αρχή κατέγραψε τα παραπάνω γεγονότα, θεώρησε ότι από την ημερομηνία δημοσίευσης της Ετήσιας Έκθεσης του Σ.τ.Π. το έτος 2004 μέχρι το έτος 2013 που συντάχθηκε και κοινοποιήθηκε το ανωτέρω έγγραφο έχουν επέλθει αλλαγές στο γενικότερο πλαίσιο που δημιουργούν την ανάγκη μιας νέας προσέγγισης του ζητήματος.
Αναφέρει λοιπόν στο έγγραφό του ο Συνήγορος του Πολίτη ότι «στη δύσκολη οικονομική συγκυρία, τίθεται επί τάπητος το ζήτημα της εναλλακτικής επίλυση διαφορών. Έτσι, στο Παράρτημα V του Ν. 4046/12 (ΦΕΚ Α΄ 28/14.02.2012), η Ελλάδα μέσα στο 2ο τρίμηνο του 2012 αναλαμβάνει την υποχρέωση και «η Κυβέρνηση εκπονεί μια στρατηγική για την ενεργό προώθηση της προδικαστικής συνδιαλλαγής, της διαμεσολάβησης και της διαιτησίας, με σκοπό να διασφαλισθεί ότι ένας σημαντικός αριθμός πολιτών και επιχειρήσεων θα χρησιμοποιούν αυτούς τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών».
Ήδη στη δεύτερη τριμηνιαία έκθεση της Ομάδας Δράσης για την Ελλάδα (Μάρτιος 2012) αναφέρεται η «επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών», στις εναλλακτικές δυνατότητες αποτελεσματικής εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, απ’ όπου μπορεί κανείς να πληροφορηθεί ότι οι ελληνικές αρχές διεξήγαγαν διμερείς συζητήσεις με τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά και ότι η Ομάδα δράσης θα διευκόλυνε την πραγματοποίηση περαιτέρω επαφών με συγκριμένα κράτη για να προσδιορίσει τις ακριβείς ανάγκες για τεχνική βοήθεια.
Έκτοτε η Ομάδα Δράσης για την Ελλάδα, όπως προκύπτει από τις τριμηνιαίες εκθέσεις της προωθεί το ζήτημα, για το οποίο ο Υπουργός Δικαιοσύνης, με την με αριθ. 33248/17.05.2013 (ΑΔΑ:ΒΕΧΒΩ-ΠΡΖ) απόφασή του ανακήρυξε την 20 Μαρτίου ως «Ημέρα Διαμεσολάβησης».
Κατά συνέπεια, η ελληνική έννομη τάξη δεν έχει πια την πολυτέλεια να αγνοεί τα νέα δεδομένα και να δυσπιστεί ως προς τη δυνατότητα χρησιμοποίησης εργαλείων που η ίδια έχει προβλέψει.
Στο επίπεδο του εθνικού νομοθέτη, η δυσπιστία ως προς τη δυνατότητα των ΟΤΑ να προβαίνουν στη σύναψη εξώδικου συμβιβασμού έχει πλέον διασκεδαστεί με επαρκείς δικλείδες ασφαλείας, όπως η δημιουργία νέων μεγαλύτερων καλλικρατικών δήμων με νομική υποστήριξη (Ν. 3852/10 – ΦΕΚ Α΄ 87/7.06.2010), ο υποχρεωτικός έλεγχος νομιμότητας του άρθρου 225, παρ. 1, περ. στ΄ του ιδίου νόμου για σύναψη κάθε μορφής σύμβασης, άρα και της σύμβασης του εξώδικου συμβιβασμού και η ίδρυση του Παρατηρητηρίου Οικονομικής Αυτοτέλειας των ΟΤΑ (άρθρο 4 του Ν. 4111/13-ΦΕΚ Α΄ 18/25.01.2013).
Η πρόβλεψη των παραπάνω εγγυήσεων επιτρέπει πλέον να μην θεωρήσει κανείς κενό γράμμα τη ρύθμιση του άρθρου 72, παρ. 1 εδ. ιδ΄ του Ν. 3852/10 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του ιδίου για τον εξώδικο συμβιβασμό. Η ρητή αυτή διάταξη του νόμου είναι που επιτρέπει την πληρωμή ενός χρηματικού εντάλματος σύμφωνα με το άρθρο 33, παρ. 2 (Προληπτικός Έλεγχος Δαπανών ΟΤΑ) του Ν. 4129/13 (ΦΕΚ Α΄ 52-28.02.2013 – «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο»).
Ωστόσο ο Συνήγορος του Πολίτη, θεωρεί ότι τυχόν αρνητική εισήγηση της Οικονομικής Επιτροπής ενός Δήμου και η απορριπτική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ως προς τον εξώδικο συμβιβασμό, κατ’ άρθρο 72, παρ. 1 του Ν. 3852/10, είναι νόμιμη και δεν συνιστά μορφή κακοδιοίκησης, εφόσον έχει ληφθεί σε πλήρη επίγνωση της έκτασης της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος για τη σύναψη ενός εξώδικου συμβιβασμού.
Δηλαδή ο Συνήγορος ενδιαφέρεται να θεωρηθεί πλέον ότι η Οικονομική Επιτροπή οφείλει να εξετάζει τη βασιμότητα των αιτημάτων εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών και αναλόγως να τα δέχεται ή να τα απορρίπτει νομίμως πάντα αιτιολογημένα. Το παραπάνω έγγραφο απευθυνόταν προς τον Υπουργό Εσωτερικών, κοινοποιήθηκε στην ΚΕΔΕ, στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έτυχε ευρείας δημοσίευσης. Ο Συνήγορος καλούσε τον Υπουργό να επανεξετάσει το ζήτημα της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, ώστε οι ΟΤΑ να ενθαρρύνονται στην σύναψη εξωδίκου συμβιβασμού.
Το Υπουργείο Εσωτερικών έλαβε το έγγραφο και άμεσα εξέδωσε την υπ’ αρ. Πρ. οικ. 45351/12.11.2013 Εγκύκλιο (http://www.synigoros.gr/resources/eggrafo-ypoyrgeioy-eswterikwn–2.pdf) με την οποία αποδέχεται κατ’ αρχήν ότι «η άσκηση της αρμοδιότητας της οικονομικής επιτροπής/δημοτικού συμβουλίου που ήδη περιγράψαμε, αφορά και τις περιπτώσεις εκείνες όπου ανακύπτουν διαφορές αστικής αντικειμενικής ευθύνης, μεταξύ δήμου και τρίτου, υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 104-106 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ). Ο εξώδικος συμβιβασμός προϋποθέτει τη συναίνεση και των δυο εμπλεκόμενων μερών. Ως εκ τούτου, η ενεργοποίηση των διατάξεων περί εξώδικου συμβιβασμού από πλευράς του δήμου εναπόκειται αποκλειστικά στην αποφασιστική αρμοδιότητα της οικονομικής επιτροπής/δημοτικού συμβουλίου. Δεν τίθεται, συνεπώς, ζήτημα εντολής (ή παραίνεσης ή «ενθάρρυνσης») προς τον δήμο από άλλη δημόσια αρχή, ώστε αυτός να προχωρήσει στη λήψη της σχετικής απόφασης».
Ωστόσο, κατά την εξέταση των νομικών προϋποθέσεων και πραγματικών περιστατικών από το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο του δήμου, προκειμένου να αποφασιστεί εάν τελικά ο τελευταίος θα προχωρήσει σε εξώδικο συμβιβασμό, θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι θετικές επιπτώσεις που ο συμβιβασμός τέτοιου είδους θα έχει όχι μόνο στον διεκδικούντα αποζημίωση αλλά και στον ίδιο το δήμο και στο δημόσιο κατ’ επέκταση, καθώς:
o Η δικαστική επίλυση της διαφοράς είναι δυνατό να έχει ως τελικό αποτέλεσμα τη σημαντικά μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση του δήμου, δεδομένου ότι, σε περίπτωση δικαίωσης του ενάγοντος, η δαπάνη του δήμου προσαυξάνεται με τα δικαστικά έξοδα αυτού και τους επιδικαζόμενους τόκους, ενώ είναι επίσης πιθανό να επιδικαστούν χρηματικά ποσά για αναπλήρωση διαφυγόντων κερδών ή/και ηθική βλάβη. Συνεπώς, σε περιπτώσεις όπου κρίνεται μάλλον πιθανή η έκδοση δικαστικής απόφασης υπέρ του ενάγοντος, η αποδοχή τέτοιου συμβιβασμού εκ μέρους του δήμου συμβάλλει στην προστασία της περιουσίας αυτού, κάτι που αποτελεί άλλωστε υποχρέωσή του σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παρ. 1 του 178 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ΚΔΚ, ν. 3463/2006).
o Επιτυγχάνεται η ταχύτερη αποζημίωση του ζημιωθέντος, ο οποίος διαφορετικά υποχρεούται συχνά να περιμένει την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος έως ότου εκδικασθεί η υπόθεση. Με τον τρόπο αυτόν προάγεται η εμπιστοσύνη του προς τη διοίκηση.
o Παράλληλα, αποφορτίζεται ο μηχανισμός απονομής δικαιοσύνης.».
Το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών ωστόσο ορίζει και κάποιες προϋποθέσεις ή επισημάνσεις σχετικά με την δυνατότητα ενεργοποίησης του ανωτέρω μηχανισμού. Έτσι αναφέρεται στο εν λόγω έγγραφο ότι αντιβαίνει στην υποχρέωση προστασίας της δημοτικής περιουσίας η παροχή αποζημιώσεων, κατόπιν τέτοιου συμβιβασμού, σε περιπτώσεις όπου κρίνεται μη πιθανή η δικαίωση του ενάγοντος, πολλώ δε μάλλον σε περιπτώσεις όπου δεν στοιχειοθετείται επαρκώς η αξίωση του τελευταίου κατά του δήμου.
Η διαπίστωση εάν συντρέχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, ώστε να επιλέξει ο εκάστοτε δήμος την οδό του εξώδικου συμβιβασμού, δεν μπορεί να γίνεται παρά μόνο κατά περίπτωση και εναπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αποφασιστικού οργάνου του δήμου, δηλαδή της Οικονομικής Επιτροπής ή κατόπιν εισήγησής της, του δημοτικού συμβουλίου.
Με την ενεργοποίηση των διατάξεων της περίπτωσης (ιδ) της παρ. 1 του άρθρου 72 του ν. 3852/2010 από πλευράς του δήμου, είναι προφανές ότι δεν αίρεται η υποχρέωση του ζημιωθέντος να προσκομίσει δικαιολογητικά από τα οποία καταρχήν να τεκμηριώνεται το γενεσιουργό περιστατικό της διαφοράς (όπως αστυνομικό δελτίο συμβάντος) ή νόμιμο παραστατικό από το οποίο να προκύπτει η δαπάνη στην οποία υπεβλήθη. Άλλωστε, η απουσία τέτοιων δικαιολογητικών έχει συχνά ως αποτέλεσμα να εγείρονται ζητήματα νομιμότητας των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής αποζημιώσεων κατόπιν συμβιβασμού. Καταλήγει ωστόσο ότι είναι εφικτή η αξιοποίηση των οδηγιών που παρέχονται στο εν λόγω έγγραφο για τις περιπτώσεις ανακύπτουν διαφορές αστικής αντικειμενικής ευθύνης, μεταξύ δήμου και τρίτου, όπου ο δήμος ενέχεται σε αποζημίωση.
Συμπερασματικά όπως αναφέρεται και στην ειδική έκθεση πρόταση με αρ. 2/2013 του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης Δήμου Αθηναίων, κ. Βασίλη Σωτηρόπουλου, «όταν ένας πολίτης υποβάλλει αίτημα ενώπιον της Οικονομικής Επιτροπής αναμένει την έκδοση σχετικής απόφασης, θετικής ή αρνητικής. Η απόφαση αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη, κατά το Σύνταγμα να εκδίδεται σε εύλογο χρονικό διάστημα, κατά τις προβλεπόμενες νομοθετικά προθεσμίες. Επίσης η απόφαση που εγκρίνει ή απορρίπτει αίτηση για εξώδικο συμβιβασμό πρέπει να αναρτάται διαδικτυακά στο πρόγραμμα ΔΙΑΥΓΕΙΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3861/2010. Τέλος η απάντηση δημοτικών υπηρεσιών, στις οποίες έχει τυχόν διαβιβαστεί αίτημα πολίτη που υποβλήθηκε ενώπιον της Οικονομικής Επιτροπής δεν συνιστά εκπλήρωση της εν λόγω συνταγματικής υποχρέωσης, όταν το αίτημα του πολίτη αφορά τη σύναψη του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Επί της όποιας άποψης των υπηρεσιών πρέπει να αποφαίνεται κυριαρχικά η Οικονομική Επιτροπή, η οποία αποτελεί την αρμόδια «Αρχή» στην οποία έχει απευθυνθεί ο πολίτης.
===========
Παράρτημα άρ. 77 και 179 ν. 3852/2010
Απόσπασμα αιτιολογικής έκθεσης για τον Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης στο ν. 3852/2010
«..τα πολυσυζητημένα προβλήματα κακοδιοίκησης στους δήμους, τα παράπονα αρκετών πολιτών για μεροληψία και επιλεκτική πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων των δημοτικών αρχών, αλλά και η υπερφόρτωση του δημάρχου από αιτήματα και παράπονα μεμονωμένων πολιτών και ομάδων, καθιστούν αναγκαία την καθιέρωση ενός νέου θεσμού διαμεσολάβησης μεταξύ διοικούμενων και δημοτικών αρχών και υπηρεσιών. Ο συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης θα έχει ως αποστολή την έγκαιρη καταπολέμηση της κακοδιοίκησης, τη διασφάλιση της αμεροληψίας των δημοτικών αρχών, την βελτίωση της εξυπηρέτησης των πολιτών και των επιχειρήσεων, καθώς και την αποσυμφόρηση του δημάρχου και άλλων αιρετών οργάνων του δήμου από την ασφυκτική και συχνά, παραλυτική, συσσώρευση αιτημάτων και παραπόνων των πολιτών..”.
Άρθρο 77 ν. 3852/2010
Συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης
1. Στους δήμους άνω των είκοσι χιλιάδων (20.000) κατοίκων, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, επιλέγεται, κατόπιν προκηρύξεως που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του δήμου, πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας, ως Συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης. Υποψηφιότητες υποβάλλονται με δήλωση που κατατίθεται στο προεδρείο του δημοτικού συμβουλίου κατά την έναρξη της διαδικασίας επιλογής. Ως Συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης δεν μπορεί να επιλεγεί αιρετός δήμου, περιφέρειας ή βουλευτής. Ως προς το αξίωμα του συμπαραστάτη του δημότη ισχύουν τα κωλύματα και τα ασυμβίβαστα που προβλέπονται στο άρθρο 14 του παρόντος. Η Θητεία του συμπαραστάτη ακολουθεί Τη Θητεία των δημοτικών αρχών.
2. «Η διαδικασία για την επιλογή του συμπαραστάτη γίνεται εντός έξι (6) μηνών από την εγκατάσταση των αρχών.» Ο Συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης επιλέγεται με απόφαση η οποία λαμβάνεται με μυστική ψηφοφορία και με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του συνόλου των μελών του δημοτικού συμβουλίου. Αν δεν επιτευχθεί η επιλογή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται κατά την ίδια ή μεταγενέστερη συνεδρίαση με την ίδια πλειοψηφία. Είναι επιτρεπτή με την ίδια πλειοψηφία και την αυτή διαδικασία η ανάκληση του συμπαραστάτη για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου.
*** Το πρώτο εδάφιο της παρ.2 ,όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 58 Ν.3966/2011, ΦΕΚ Α 118, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 Ν.4257/2014, ΦΕΚ Α 93/14.7.2014.
3. Ο συμπαραστάτης υποστηρίζεται διοικητικά από τις υπηρεσίες του δήμου, δέχεται καταγγελίες άμεσα θιγόμενων πολιτών και επιχειρήσεων για κακοδιοίκηση των υπηρεσιών του δήμου, των νομικών του προσώπων και των επιχειρήσεων του και διαμεσολαβεί προκειμένου να επιλυθούν τα σχετικά προβλήματα, ενώ είναι υποχρεωμένος να απαντά εγγράφως ή ηλεκτρονικά εντός τριάντα (30) ημερών στους ενδιαφερόμενους.
4. Η υποβολή καταγγελίας ή αναφοράς στο συμπαραστάτη του δημότη και της επιχείρησης δεν αναιρεί τη σχετική αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη ως ανεξάρτητης αρχής, ούτε τις αρμοδιότητες άλλων ελεγκτικών οργάνων και αρχών, καθώς και του Ελεγκτή Νομιμότητας.
5. Ο Συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης συντάσσει ετήσια έκθεση. Η ετήσια έκθεση παρουσιάζεται από τον ίδιο και συζητείται στην ειδική δημόσια συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου για τον απολογισμό της δημοτικής αρχής κατά τις διατάξεις του άρθρου 217 του Κ.Δ.Κ., εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της. Ο συμπαραστάτης μπορεί επίσης να προβαίνει στη διατύπωση προτάσεων βελτίωσης της δημοτικής διοίκησης και των σχέσεων της με το κοινό, τόσο στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης του, όσο και επ` ευκαιρία σημαντικών προβλημάτων κακοδιοίκησης που ο ίδιος εντοπίζει. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι ειδικές προτάσεις του συμπαραστάτη υποβάλλονται στον δήμαρχο και κοινοποιούνται στο δημοτικό συμβούλιο και στον γενικό γραμματέα του δήμου. Τόσο η ετήσια έκθεση όσο και οι ειδικές προτάσεις του συμπαραστάτη αναρτώνται υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα του δήμου με φροντίδα των δημοτικών υπηρεσιών.
6. Ο Συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης λαμβάνει αντιμισθία ισόποση με την αντιμισθία του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου. Ως προς την καταστατική θέση και τις ευθύνες του συμπαραστάτη και της επιχείρησης ισχύουν οι σχετικές διατάξεις για τους δημοτικούς συμβούλους.
Άρθρο 179 Ν. 3852/2010
Περιφερειακός Συμπαραστάτης του Πολίτη και της Επιχείρησης
1. Με απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με μυστική ψηφοφορία και με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του συνόλου των μελών του, επιλέγεται πολίτης που αποτελεί προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους ως Περιφερειακός Συμπαραστάτης του Πολίτη και της Επιχείρησης. «Η διαδικασία για την επιλογή του συμπαραστάτη γίνεται εντός έξι (6) μηνών από την εγκατάσταση των αρχών.»
Υποψηφιότητες υποβάλλονται με δήλωση που κατατίθεται στο προεδρείο του περιφερειακού συμβουλίου κατά την έναρξη της διαδικασίας επιλογής.
Αν δεν επιτευχθεί η επιλογή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται κατά την ίδια ή μεταγενέστερη συνεδρίαση με την ίδια πλειοψηφία. Είναι επιτρεπτή με την ίδια πλειοψηφία και την αυτή διαδικασία η ανάκληση του συμπαραστάτη για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου. Ως περιφερειακός συμπαραστάτης δεν μπορεί να επιλεγεί αιρετός δήμου ή περιφέρειας ή βουλευτής. Η Θητεία του περιφερειακού συμπαραστάτη ακολουθεί τη θητεία των περιφερειακών αρχών. Ως προς την καταστατική θέση του περιφερειακού συμπαραστάτη εφαρμόζονται αναλόγως τα ισχύοντα για τον πρόεδρο του περιφερειακού συμβουλίου.
*** Το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 ,όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 58 Ν.3966/2011, ΦΕΚ Α 118, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 Ν.4257/2014, ΦΕΚ Α 93/14.7.2014.
2. Ο περιφερειακός συμπαραστάτης υποστηρίζεται διοικητικά από τις υπηρεσίες της περιφέρειας, δέχεται καταγγελίες άμεσα θιγόμενων πολιτών και επιχειρήσεων για κακοδιοίκηση των υπηρεσιών της περιφέρειας, των νομικών της προσώπων και επιχειρήσεων και διαμεσολαβεί προκειμένου να επιλυθούν τα σχετικά προβλήματα, ενώ είναι υποχρεωμένος να απαντά εγγράφως ή ηλεκτρονικά εντός τριάντα (30) ημερών στους διοικούμενους.
3. Η υποβολή καταγγελίας ή αναφοράς στον περιφερειακό συμπαραστάτη δεν αναιρεί τη σχετική αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη ως ανεξάρτητης αρχής ούτε τις αρμοδιότητες άλλων ελεγκτικών οργάνων και αρχών, καθώς και του Ελεγκτή Νομιμότητας.
4. Ο περιφερειακός συμπαραστάτης συντάσσει ετήσια έκθεση. Η ετήσια έκθεση παρουσιάζεται από τον ίδιο και συζητείται στην ειδική δημόσια συνεδρίαση του περιφερειακού συμβουλίου για τον απολογισμό πεπραγμένων της περιφερειακής αρχής κατά τις διατάξεις του άρθρου 185 του παρόντος. Ο περιφερειακός συμπαραστάτης μπορεί επίσης να προβαίνει στη διατύπωση προτάσεων βελτίωσης της περιφερειακής διοίκησης και των σχέσεων της με το κοινό, τόσο στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης του όσο και επ` ευκαιρία σημαντικών προβλημάτων κακοδιοίκησης που ο ίδιος εντοπίζει. Στην τελευταία αυτή περίπτωση οι ειδικές προτάσεις του περιφερειακού συμπαραστάτη υποβάλλονται στον περιφερειάρχη και κοινοποιούνται στο περιφερειακό συμβούλιο και στον εκτελεστικό γραμματέα της περιφέρειας. Τόσο η ετήσια έκθεση όσο και οι ειδικές προτάσεις του περιφερειακού συμπαραστάτη αναρτώνται στην ιστοσελίδα της περιφέρειας με φροντίδα των περιφερειακών υπηρεσιών.
5. Ο περιφερειακός συμπαραστάτης λαμβάνει αντιμισθία ισόποση με την αντιμισθία του προέδρου του περιφερειακού συμβουλίου.