Περί της νομιμότητας της υποχρεωτικής συμμετοχής σε διαδικασία συμβιβασμού-διαμεσολάβησης, προ της δικαστικής προσφυγής

Περί της νομιμότητας της υποχρεωτικής συμμετοχής σε διαδικασία συμβιβασμού-διαμεσολάβησης, προ της δικαστικής προσφυγής

 

 

Βασικότατο στοιχείο της Διαμεσολάβησης είναι το εθελούσιο της διαδικασίας, δηλαδή, για να υπαχθεί μία διαφορά στην Διαμεσολάβηση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ελεύθερη και χωρίς πίεση επιλογή των μερών να υπαγάγουν με την δική τους απόλυτη βούληση την διαφορά τους στην Διαμεσολάβηση. Επομένως, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αντίκειται της βασικής φιλοσοφίας της Διαμεσολάβησης η υποχρεωτική συμμετοχή σε αυτήν.

«Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει» (άρθρο 20 του Συντάγματος της Ελλάδας). Το δικαίωμα αυτό προστατεύεται και από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο όμως μπορεί κανείς να μην ασκήσει, τουλάχιστον προσωρινά, εφαρμόζοντας την Διαμεσολάβηση, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν υποχρεώνει τα ενδιαφερόμενα μέρη να καταλήξουν οπωσδήποτε σε συμφωνία και άρα τα μέρη μπορούν ανά πάσα στιγμή να διακόψουν  την διαδικασία και να προσφύγουν στα Δικαστήρια. Αξίζει εδώ να αναφερθεί και το άρθρο 39 της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο προβλέπει ότι «1. Σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να θέσει εαυτό στην διάθεση των ενδιαφερομένων διαδίκων με σκοπό να επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός της υπόθεσης στη βάση του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτά ορίζονται στη Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά της.

2. Οι διαδικασίες που διεξάγονται βάσει της παραγράφου 1 είναι εμπιστευτικές».

Ωσαύτως, με την θέσπιση της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ, δόθηκε το δικαίωμα στα Κράτη-Μέλη να θεσπίζουν δικούς τους Κανονισμούς, να ψηφίζουν δικούς τους Νόμους κλπ, για προώθηση και εφαρμογή της Διαμεσολάβησης στην πράξη.

Τολμηρό παράδειγμα αποτελεί η Ιταλία, η οποία με το νομοθετικό διάταγμα 28/2010, μετέφερε στο εθνικό της σύστημα την Κοινοτική Οδηγία 2008/52/ΕΚ και έτσι θεσπίστηκε ως υποχρεωτική η προσφυγή στην Διαμεσολάβηση, σε συγκεκριμένης φύσεως υποθέσεις, ενώ αργότερα, με το νομοθετικό διάταγμα 69/2013 τροποποίησε κάποιες αστοχίες που υπήρχαν σχετικά με αντισυνταγματικές διατάξεις .

Σύμφωνα δε με σχετική έρευνα, η οποία δημοσιοποιήθηκε το 2011, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τον τίτλο «Quantifying the cost of not using mediation-a data analysis», τα αποτελέσματα της χρήσης της Διαμεσολάβησης στην Ιταλία ήταν θεαματικά.

Συγκεκριμένα, πριν την δια νόμου (de lege) εφαρμογή της Διαμεσολάβησης, μία υπόθεση για να ολοκληρωθεί χρειαζόταν μέσο όρο 1210 μέρες (!), ενώ μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου και την εφαρμογή της Διαμεσολάβησης σε συγκεκριμένες υποθέσεις, οι μέρες μειώθηκαν στον εκπληκτικό αριθμό των 47! Παράλληλα, το κόστος ολοκλήρωσης μίας υπόθεσης στο Δικαστήριο ανερχόταν στις €15.370,50 (!), και μειώθηκε στα €4.369,50, με την Διαμεσολάβηση!

Περαιτέρω, με την έκθεση «Mediation Act; Analysis on E.U. Legislation» (Μάιος 2012), διαπιστώθηκε ότι το έτος 2011 πραγματοποιήθηκαν στην Ιταλία 7.333 διαμεσολαβήσεις μηνιαίως, εκ των οποίων 69% αφορούσαν αντικείμενα της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, 29% αφορούσαν αντικείμενα της εκούσιας διαμεσολάβησης, 1% προήλθαν από την προτροπή των δικαστηρίων και 1% από σχετική συμβατική πρόβλεψη με ρήτρα διαμεσολάβησης. Το μέσο ποσοστό επιτυχίας των διαμεσολαβήσεων ήταν 58%. Επιπρόσθετα, στην Ιταλική ιστοσελίδα http://www.altalex.com, σε άρθρο όπου γίνεται αναφορά σε άλλα στατιστικά στοιχεία για την περίοδο Μάρτιος 2011-Ιούνιος 2012, διαπιστώνεται ότι πραγματοποιήθηκαν 215.689 διαμεσολαβήσεις και επιλύθηκαν 31.000 διαφορές μέσα σε διάστημα 15 μηνών! (βλ. «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», Σπύρος Αντωνέλος και Ελένη Πλέσσα, Σελ. 94, Εκδ. Σάκκουλα 2014).

Παρόμοια θετικά αποτελέσματα της χρήσης της Διαμεσολάβησης, υπήρξαν και στο Βέλγιο, σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες, αλλά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

Η εκ του νόμου πρόβλεψη υποχρεωτικής συμμετοχής σε διαμεσολάβηση, προ της δικαστικής προσφυγής, δοκιμάστηκε για πρώτη φορά σε διάφορες πολιτείες των Η.Π.Α., και είχε εξαιρετικά αποτελέσματα. Κατά τα έτη 2000 έως και 2003 εφαρμόστηκε πιλοτικά πρόγραμμα διαμεσολάβησης σε 7.900 εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των τοπικών δικαστηρίων πέντε κομητειών (county courts) της Καλιφόρνια και από τα στατιστικά στοιχεία, διαπιστώθηκαν ενδεικτικά τα ακόλουθα: α) ποσοστό επιτυχίας 64,5%, β) από τον πρώτο χρόνο εφαρμογής, τα δικαστήρια του San Diego και του Los Angeles παρατηρήθηκε μείωση του όγκου των υποθέσεων που κατέληγαν στο δικαστήριο κατά 24 έως 30%, γ) στο δικαστήριο του San Diego υπολογίστηκε ότι εξοικονομήθηκαν ετησίως και αθροιστικά 521 ημέρες απασχόλησης των δικαστηρίων, που συνιστούσαν εξοικονόμηση δαπανών 1,6 εκατομμυρίων δολαρίων για την Πολιτεία, δ) τα ποσοστά ικανοποίησης των μερών από το αποτέλεσμα της διαδικασίας ήταν υψηλά, αφού τόσο οι δικηγόροι, όσο και τα μέρη δήλωναν ότι η διαδικασία ήταν δίκαιη, ισότιμη προς τα μέρη και θα τη συνιστούσαν και σε άλλους. (www.courtinfo.ca.gov/reference). (βλ. «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», Σπύρος Αντωνέλος και Ελένη Πλέσσα, Σελ. 90-91, Εκδ. Σάκκουλα 2014).

Το ειδοποιό γνώρισμα της Διαμεσολάβησης, το οποίο, θα μπορούσε να λεχθεί ότι, προστατεύει σαν μανδύας τη νομιμότητα της υποχρεωτικότητας σε συμμετοχή σε διαδικασία συμβιβασμού, πριν την δικαστική προσφυγή, είναι ότι τα μέρη πρώτον έχουν το δικαίωμα να υπαναχωρήσουν ανά πάσα στιγμή από την διαδικασία της διαμεσολάβησης και δεύτερον δεν υποχρεούνται να καταλήξουν οπωσδήποτε σε συμφωνία και άρα δεν ζημιώνονται κατά οποιοδήποτε τρόπο, αφού έχουν πάντα τη δυνατότητα να ασκήσουν το αναφαίρετο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους, τους για πρόσβαση στο φυσικό δικαστή τους.

Συμπερασματικά, αυτό που πρέπει να απασχολήσει τις χώρες που εφαρμόζουν ή θέλουν να εφαρμόσουν τον θεσμό της Διαμεσολάβησης, είναι τα ευεργετικά της αποτελέσματα, κυρίως στην εποχή της οικονομικής κρίσης και της θέσπισης «Νόμων της Κρίσης», ή της εξέλιξης του «Δικαίου της Κρίσης», όπως έχει ονομαστεί, τουλάχιστον στην Ελλάδα, λόγω των Νομοθεσιών οι οποίες ψηφίζονται υπό την απειλή των μνημονιακών δεσμεύσεων.

Εξάλλου, η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία, αφήνει το περιθώριο στα Κράτη Μέλη να υιοθετήσουν μέτρα υποχρεωτικότητας της Διαμεσολάβησης, χωρίς ωστόσο να επιβάλλει κάτι τέτοιο, ούτε όμως και να το απαγορεύει.

Tαυτόχρονα, στις 21 Μαΐου 2013, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέδωσαν την Οδηγία 2013/11/ΕΕ, η οποία εφαρμόζεται σε διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης εγχώριων και διασυνοριακών διαφορών σχετικά με συμβατικές υποχρεώσεις που ανακύπτουν από συμβάσεις πωλήσεων ή συμβάσεις υπηρεσιών μεταξύ εμπόρου εγκατεστημένου στην Ένωση και καταναλωτή που κατοικεί στην Ένωση, δια της παρεμβάσεως ενός φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ΕΕΔ). Σε συνάρτηση με την εν λόγω Οδηγία εκδόθηκε και ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 524/2013, ο οποίος προβλέπει για την λεγόμενη «Ηλεκτρονική Επίλυση Διαφορών» (ΗΕΔ), γνωστή ως ODR (Online Dispute Resolution), μέσω Εναλλακτικών Τρόπων Επίλυσης Διαφορών. Η εν λόγω Οδηγία και Κανονισμός δεν μπορούν βέβαια να παραθεωρηθούν, αλλά αντίθετα αποδεικνύουν την γραμμή την οποία επιθυμεί να ακολουθήσει και ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, η οποία δεν είναι άλλη από την προώθηση και εφαρμογή της Διαμεσολάβησης προς όφελος των πολιτών της Ένωσης.

Φαντάζει κάπως αντισυνταγματική η όλη θεωρία (της υποχρεωτικής συμμετοχής σε διαδικασία συμβιβασμού, πριν την δικαστική προσφυγή), εντούτοις, μπροστά στο γενικό καλό και το συμφέρον του συνόλου, ίσως θα πρέπει να γίνει, εκεί όπου χρειάζεται και μετά από πολύ σοβαρή και λεπτή μελέτη και ορθή προετοιμασία, τροποποίηση του Συντάγματος της χώρας η οποία επιθυμεί να εισαγάγει τον θεσμό της Διαμεσολάβησης στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης της, ως υποχρεωτικό.

Ταυτόχρονα, είναι επιβεβλημένο για τις ενδιαφερόμενες χώρες να προωθήσουν με κάθε άλλο τρόπο την εφαρμογή του θεσμού αυτού, αφού έχει αποδεδειγμένα ευεργετικά και εκπληκτικά αποτελέσματα στον άνθρωπο και στα κράτη (επίλυση συγκρούσεων και διαφορών με πολύ λιγότερο κόστος και σε πολύ λιγότερο χρόνο από ότι η δικαστική και διαιτητική διαδικασία, διευθέτηση διαφορών με ειρηνικό τρόπο, διατήρηση της σχέσης των αντιπαλευομένων μερών και πολλές φορές περαιτέρω συνεργασία αυτών και διεύρυνση των σχέσεων τους, επικέντρωση στα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μερών, ιδιωτικότητα, εμπιστευτικότητα και απόρρητο της διαδικασίας, κοινά αποδεκτή λύση (win-win) κλπ).

Ως εκ των ανωτέρω, καταδεικνύεται ότι η Διαμεσολάβηση δεν είναι «πολέμιος» της Δικαιοσύνης, αλλά «φίλος» και «συνεργάτης» της δικαστικής διαδικασίας για απονομή της Δικαιοσύνης. Εξάλλου, «ο Νόμος έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Νόμο!».

Νικήτας Α. Νικήτα

 

Δικηγόρος/Διαμεσολαβητής

 

(Η παρούσα μελέτη υπήρξε εργασία του συντάκτη της στα πλαίσια του προγράμματος, που παρακολουθεί, με τίτλο: «Διαμεσολάβηση-Διεθνής Πρακτική, ερμηνεία του Ελληνικού Νόμου και πρακτική εφαρμογή του», όπως αυτό διενεργείται από το τμήμα e-learning του Ε.Κ.Π.Α. με διδάσκοντα τον Δημήτρη Θεοχάρη.