Ν4303/2014 με τίτλο: "Διαδικαστικά ζητήματα μεσολάβησης και διαιτησίας συλλογικών διαφορών εργασίας"
Mόλις ψηφίστηκε ο Ν4303/2014 (ΦΕΚ 231-2014) με τίτλο: "Διαδικαστικά ζητήματα μεσολάβησης και διαιτησίας συλλογικών διαφορών εργασίας", όπου προβλέπονται τα εξής:
Στο άρθρο 4 προβλέπεται η συμβολή του μεσολαβητή στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις με αιτιολογημένη, αλλά μη δεσμευτική πρόταση μεσολάβησης. Επίσης προβλέπεται η προσφυγή στη διαιτησία σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με συμφωνία των μερών ενώ είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία και μονομερώς υπό ορισθείσες προϋποθέσεις. Η διαιτησία διεξάγεται από Διαιτητή ή 3μελή Επιτροπή Διαιτησίας, αν το ζητήσει ένα εκ των δύο μερών ενώ η διαιτητική απόφαση εξομοιώνεται με ΣΣΕ. Η δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά της διαιτητικής απόφασης εντός 10ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης με ανασταλτικό αποτέλεσμα ενώ η έφεση εξετάζεται από 5μελή Επιτροπή Διαιτησίας.
Επίσης προβλέπεται η δυνατότητα για άσκηση αγωγής περί του κύρους της διαιτητικής απόφασης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου είτε κατά της απόφασης της β'θμιας Επιτροπής Διαιτησίας, είτε κατά του Διαιτητή/α' θμιας Επιτροπής Διαιτησίας.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του άρθρου 4 του νόμου:
Διαδικαστικά ζητήματα μεσολάβησης και διαιτησίας
συλλογικών διαφορών εργασίας
1. Η παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 1876/1990, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 του ν. 3899/2010 (A΄ 212), αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Ο μεσολαβητής καλεί τα μέρη σε κοινές συζητή¬σεις, προβαίνει σε κατ’ ιδίαν ακρόαση των μερών επί των αιτιολογημένων προτάσεων και αντιπροτάσεών τους για την κατάρτιση συλλογικής σύμβασης εργασίας, που καταχωρούνται συνοπτικά σε Πρακτικό Μεσολάβησης, εξετάζει την οικονομική κατάσταση και εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής δραστηριό¬τητας στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά και προβαίνει σε εξέταση προσώπων και σε οποιαδήποτε έρευνα σχετική με τους όρους εργασίας, συνεπικουρού¬μενος από έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες της επιλογής του.»
2. Το εδάφιο α΄ της παρ. 6 του άρθρου 15 του ν. 1876/
1990, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 του
ν. 3899/2010 (Α΄ 212), αντικαθίσταται ως εξής:
«6. α) Αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την επομένη της ημέρας ανάληψης των καθηκόντων του μεσολαβητή, προθεσμία η όποια δύναται να παρατα¬θεί με συμφωνία των μερών, ο μεσολαβητής κοινοποιεί στα μέρη αιτιολογημένη πρόταση μεσολάβησης. Στην πρόταση μεσολάβησης αναφέρονται: i) τα μέρη που θα δεσμεύονται από την προτεινόμενη συλλογική σύμβαση εργασίας και οι εκπρόσωποι αυτών που μετείχαν στη διαδικασία μεσολάβησης, ii) ο τρόπος προσφυγής στη μεσολάβηση, iii) τα θέματα που τέθηκαν σε διαπραγ¬μάτευση στη διαδικασία μεσολάβησης, iv) τα στοιχεία, υπομνήματα κ.λπ. με τα οποία τα μέρη τεκμηρίωσαν τις προτάσεις και αντιπροτάσεις τους, v) τα ζητήματα στα οποία επήλθε συμφωνία, vi) τα ζητήματα στα οποία διατηρήθηκε η διαφωνία και επί των οποίων αιτιολογεί την ουσιαστική κρίση της πρότασής του κατά τα ορι¬ζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 16 του παρόντος και vii) ρητή διατύπωση όλων των όρων της προτεινόμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας, χωρίς παραπομπές σε άλλες ρυθμίσεις.»
3. Το άρθρο του 16 του ν. 1876/1990, όπως αντικατα¬
στάθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3899/2010, και τροπο¬
ποιήθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 της
με αριθμό 6 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου της
28.2.2012 (Α΄ 38), που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση της
παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (Α΄ 28), αντικαθί¬
σταται ως εξής:
«Άρθρο 16
Διαιτησία
(Πρώτος Βαθμός)
1. Η προσφυγή στη Διαιτησία μπορεί να γίνεται σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με συμ¬φωνία των μερών.
2. Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς στις εξής περιπτώσεις: α) από οποιοδήποτε μέρος, εφό¬σον το άλλο μέρος αρνήθηκε τη μεσολάβηση, β) από οποιοδήποτε μέρος μετά την υποβολή της πρότασης μεσολάβησης.
3. Η διαιτησία διεξάγεται από έναν διαιτητή ή από Τριμελή Επιτροπή Διαιτησίας, αν το ζητήσει ένα εκ των μερών. Στην περίπτωση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, διεξάγεται από Τριμελή Επιτροπή Διαιτησίας.
Ο διαιτητής ή οι διαιτητές της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, ο ορισμός ενός εκ των διαιτητών ως προέ¬δρου της Επιτροπής, καθώς και οι αναπληρωτές τους, επιλέγονται με συμφωνία των μερών από τον κατάλογο διαιτητών του Ο.ΜΕ.Δ. και σε περίπτωση ασυμφωνίας με κλήρωση. Εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την προ¬σφυγή στη διαιτησία, η αρμόδια υπηρεσία του Ο.ΜΕ.Δ. καλεί τα μέρη να προσέλθουν σε καθορισμένο τόπο καιώρα για την επιλογή διαιτητή ή Επιτροπής Διαιτησίας και του προέδρου της, καθώς και των αναπληρωτών τους. Η επιλογή ή η κλήρωση διεξάγεται ενώπιον του προέδρου του Ο.ΜΕ.Δ. ή του οριζομένου από αυτόν εκπροσώπου του. Κάθε μέρος έχει το δικαίωμα να εκ¬φράσει μία φορά άρνηση για το κληρωθέν πρόσωπο. Ο διαιτητής και η Τριμελής Επιτροπή Διαιτησίας οφείλουν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους εντός πέντε (5) ερ¬γάσιμων ημερών από τον ορισμό τους.
5. Ο διαιτητής και η Επιτροπή Διαιτησίας έχουν τα ίδια δικαιώματα με τον μεσολαβητή. Μελετούν όλα τα στοιχεία και πορίσματα, που συγκεντρώθηκαν στο στά¬διο της μεσολάβησης και τα πρόσθετα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διαδικασία της διαιτησίας και κυρίως τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά στοιχεία, την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας και την οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων επιχειρήσεων της πα¬ραγωγικής δραστηριότητας, στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά, την πρόοδο στη μείωση του κενού ανταγωνιστικότητας και στη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά τη διάρκεια του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας.
6. Η διαιτητική απόφαση πρέπει να περιέχει πλήρη και τεκμηριωμένη αιτιολογία σχετικά με τους όρους που τίθενται σε αυτή και οι οποίοι δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση ή να τροποποιούν προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας. Στη διαιτητική απόφαση διατυπώνονται ρητώς όλοι οι κανονιστικοί όροι. Κανονιστικοί όροι άλ¬λων εν ισχύι συλλογικών ρυθμίσεων εξακολουθούν να ισχύουν με τη διαιτητική απόφαση. Η πληρότητα της αιτιολογίας ελέγχεται δικαστικά, σύμφωνα με το άρθρο 16Β του παρόντος.
7. Η διαιτητική απόφαση εκδίδεται σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του διαιτητή ή της Επιτροπής Διαιτησίας, αν προηγήθηκε μεσολά¬βηση, και σε διάστημα τριάντα πέντε (35) ημερών, αν δεν προηγήθηκε. Η απόφαση της Επιτροπής Διαιτησίας λαμβάνεται ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία. Η διαιτητική απόφαση κοινοποιείται από την αρμόδια υπηρεσία του Ο.ΜΕ.Δ. εντός πέντε (5) ημερών από εκδόσεώς της στα δεσμευόμενα από αυτή μέρη.
8. Η απόφαση της διαιτησίας εξομοιώνεται με συλ¬λογική σύμβαση εργασίας και ισχύει από την επομένη της υποβολής της αίτησης για μεσολάβηση, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.
9. Στις περιπτώσεις προσφυγής στη διαιτησία αναστέλ¬λεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας για διά¬στημα δέκα (10) ημερών από την ημέρα προσφυγής του.»
4. Μετά το άρθρο 16 του ν. 1876/1990 προστίθενται άρθρα 16Α και 16Β ως εξής:
«Άρθρο 16A
Έφεση κατά απόφασης διαιτησίας
(Δεύτερος Βαθμός)
1. Κατά της απόφασης του διαιτητή ή της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας οποιοδήποτε από τα μέρη μπορεί να ασκήσει έφεση, που κατατίθεται στη γραμματεία του Ο.ΜΕ.Δ.. Η προθεσμία της έφεσης είναι δέκα (10) ήμερες από την κοινοποίηση της απόφασης. Η προθεσμία και η άσκηση της έφεσης αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της έφεσης
2. Η έφεση εξετάζεται από Δευτεροβάθμια Πενταμελή
Επιτροπή Διαιτησίας που απαρτίζεται από:
α) Δύο μέλη που προέρχονται από τον κατάλογο των διαιτητών του Ο.ΜΕ.Δ. και
β) έναν Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας και έναν Αρεοπαγίτη, οι οποίοι επιλέγονται με τους αναπληρωτές τους από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για θητεία ενός (1) έτους, και έναν Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο οποίος επιλέ¬γεται με τον αναπληρωτή του από την Ολομέλεια αυτού για θητεία ενός (1) έτους. Τα μέλη αυτά, όπως και οι διαιτητές, απολαμβάνουν πλήρους ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
3. Η αμοιβή των μελών της Δευτεροβάθμιας Πενταμε¬λούς Επιτροπής Διαιτησίας καθορίζεται με τον Κανονι¬σμό Αμοιβών του Ο.ΜΕ.Δ., ο οποίος εκδίδεται κατά τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 1876/1990.
4. Η ανάδειξη των μελών της Δευτεροβάθμιας Πε¬νταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, που θα επιληφθεί συγκεκριμένης έφεσης, εφόσον δεν πρόκειται για τα πρόσωπα της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2, γίνε¬ται με κλήρωση, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 4 του άρθρου 16 αυτού του νόμου και προεδρεύει ο εκάστοτε αρχαιότερος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου.
5. Στη διαδικασία ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Πεντα¬μελούς Επιτροπής Διαιτησίας και για την απόφαση που θα εκδοθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγρά¬φων 5, 6 και 8 του άρθρου 16, όπως ισχύει. Η απόφαση εκδίδεται με βάση τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στον πρώτο βαθμό διαιτησίας.
6. Η διαιτητική απόφαση εκδίδεται εντός είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Διαιτησίας, ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία, και κοινοποιείται από την αρμόδια υπηρεσία του Ο.ΜΕ.Δ. εντός πέντε (5) ημερών από εκ-δόσεώς της στα δεσμευόμενα από αυτή μέρη.»
«Άρθρο 16Β Δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων
1. Σε περίπτωση που δεν ασκηθεί έφεση, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16Α, κατά απόφασης δι¬αιτησίας που εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 16, τα μέρη, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας εφέσεως του άρθρου 16Α, μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 16 στοιχείο 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αγω¬γή αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 του ίδιου Κώδικα. Η σχετική αγωγή εγείρεται από συμμετέχοντα στη συλλογική διαφορά μέρη, η δε εκ-δοθησομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από τη διαιτητική απόφαση μέρη. Η δικάσιμος ορίζεται εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την κατάθεση της αγωγής ανεξάρτητα από τον αριθμό των υποθέ¬σεων της δικασίμου. Η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης. Η δικάσιμος της έφεσης ορίζεται εντός τριάντα (30) ημερών από την άσκησή της. Η προθεσμία κλήτευσης είναι δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση.
2. Σε περίπτωση που ασκηθεί έφεση ενώπιον της Πε¬νταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, κατά απόφασης διαι¬τησίας η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16, τα μέρη μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, ενώπιον του Εφετείου. Η αγω¬γή αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η σχετική αγωγή εγείρεται από συμμετέχοντα στη συλλογική διαφορά μέρη, η δε εκδοθησομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από την τελική διαιτητική απόφαση μέρη. Η δικάσιμος ορίζεται εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, ανεξάρτητα τον αριθμό των υποθέσεων της δικασίμου. Στην περίπτωση αυτή το Εφετείο μπορεί να κρίνει και το κύρος της απόφασης δι¬αιτησίας που εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 16.»
5. Η παρ. 4 του άρθρου 3 της ΠΥΣ 6/2012 (Α΄ 38), που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (Α΄ 28), καταργείται.
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για τυχόν προ¬σφυγές που έχουν κατατεθεί στον Ο.ΜΕ.Δ. και μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί απόφαση διαιτησίας εφαρμό¬ζονται τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο. Το ίδιο ισχύει για αποφάσεις διαιτησίας που έχουν κοινοποιηθεί στα μέρη μετά τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. 2307/2014 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στις υποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, η προθεσμία προς άσκηση έφεσης ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας αρχίζει δέκα (10) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.