Τι είναι διαμεσολάβηση;
Η διαμεσολάβηση είναι η μέθοδος επίλυσης διαφορών κατά την οποία ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος διαμεσολαβητής, ουδέτερος προς τα δύο μέρη, τα βοηθάει να διαπραγματευτούν και να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή λύση. Επιλέγεται συνήθως στις περιπτώσεις που ο φιλικός διακανονισμός μεταξύ των δύο μερών έχει διακοπεί, έχει αποτύχει λόγω έλλειψης εμπειρίας στην τεχνική των διαπραγματεύσεων ή όταν οι ρυθμοί προόδου του φιλικού διακανονισμού είναι πολύ αργοί και συνήθως πριν την προσφυγή στη Δικαιοσύνη (αλλά ακόμα και διαρκούσης τησ αντιδικίας ενώπιον των δικαστηρίων). Κατά τη διαμεσολάβηση, ο Διαμεσολαβητής παίζει κομβικό ρόλο, βοηθώντας τα εμπλεκόμενα μέρη να ανακαλύψουν τη λύση που τους συμφέρει περισσότερο. Ακριβώς επειδή η προσέγγιση είναι και εδώ συναινετική, η πιθανότητα να μπορέσουν τα μέρη, μετά την επίλυση της διαφοράς να διατηρήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις είναι μεγάλη.
Ο ρόλος του διαμεσολαβητή είναι να διευκολύνει την επικοινωνία και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών και όχι να παίρνει θέση υπέρ της άποψης της μίας ή της άλλης πλευράς. Δικαιούται ωστόσο να θέτει ερωτήματα στα δύο μέρη σχετικά με τις θέσεις τους επί της εκάστοτε διαφοράς για να διαπιστώσει την αντικειμενικότητά τους στην εκτίμηση των δυνατών και αδύνατων σημείων τόσο της δικής τους τοποθέτησης όσο και της τοποθέτησης του άλλου μέρους. Ο διαμεσολαβητής θα πρέπει επίσης να κατευθύνει τα εμπλεκόμενα μέρη να επικεντρωθούν στην αναζήτηση δημιουργικής επίλυσης της διαφοράς εστιάζοντας την προσοχή τους στο μέλλον και να τους αποθαρρύνει να επιμένουν στην παράθεση γεγονότων που συνέβησαν στο παρελθόν προσπαθώντας να τεκμηριώσουν τα νομικά τους δικαιώματα.
Ο διαμεσολαβητής δεν χρειάζεται να έχει απαραίτητα εμπειρία επί του θέματος και του αντικειμένου της διαφοράς. Θα πρέπει ωστόσο να έχει γνώσεις τεχνικών διαπραγματεύσεων και μεγάλη εμπειρία στην εφαρμογή τους.
Η διαμεσολάβηση είναι μία ευέλικτη διαδικασία που δεν περιλαμβάνει απόλυτα καθορισμένα και τυποποιημένα βήματα. Πριν την έναρξή της είναι σκόπιμο να υπογράφεται μεταξύ των δύο μερών μια συμφωνία διαμεσολάβησης η οποία θα ρυθμίζει τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί και θα καθορίζει το ποιος θα είναι ο διαμεσολαβητής. Σε γενικές γραμμές, οι εκτελούμενες ενέργειες έχουν ως εξής:
Προετοιμασία: Το κάθε μέρος προετοιμάζει μια σύντομη έκθεση στην οποία παρουσιάζει την στάση του απέναντι στην διαφορά. Αυτή η έκθεση, μαζί με τα απαραίτητα συνοδευτικά έγγραφα, αποστέλλεται στον διαμεσολαβητή και στο άλλο μέρος, τουλάχιστον μια εβδομάδα πριν την έναρξη της διαμεσολάβησης.
Εναρκτήρια συνάντηση: Σε αυτήν παρίστανται ο διαμεσολαβητής και τα εμπλεκόμενα (συνήθως δύο) μέρη. Κατά τη διάρκειά της οι εμπλεκόμενοι παρουσιάζουν συνοπτικά τη θέση τους σχετικά με τη διαφορά και τη λύση της.
Επιμέρους συναντήσεις του διαμεσολαβητή με το κάθε μέρος ξεχωριστά: Οι επιμέρους συναντήσεις είναι εμπιστευτικές και ανάλογα με την εξέλιξή τους μπορεί να απαιτηθεί η πραγματοποίηση πρόσθετων συναντήσεων με εκπροσώπους και από τα δύο μέρη.
Επίτευξη συμφωνίας: Όταν τα δύο μέρη καταλήξουν σε κοινά αποδεκτή λύση της διαφοράς, οι όροι της συμφωνίας καταγράφονται και υπογράφονται και από τα δύο μέρη.
Η διαμεσολάβηση συνήθως περνά ένα στάδιο στο οποίο η πιθανότητα να καταλήξουν τα δύο μέρη σε συμφωνία μοιάζει να είναι πολύ μικρή. Επειδή ωστόσο η πράξη έχει αποδείξει ότι στη συνέχεια τα πράγματα ανατρέπονται και συνήθως οι διαμεσολαβήσεις οδηγούν σε αποτέλεσμα, τα εμπλεκόμενα μέρη δεν θα πρέπει να απογοητεύονται από την αρχή αλλά να επιμένουν στο στόχο τους.
Η διαμεσολάβηση ως μέθοδος επίλυσης διαφορών χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:
- Ταχύτητα: Η διαμεσολάβηση καταλήγει συνήθως σε αποτέλεσμα εντός μερικών ημερών από την έναρξή της με μέγιστο χρονικό διάστημα τον ένα μήνα.
- Χαμηλό κόστος
- Ο διαμεσολαβητής μπορεί να προκαλέσει νέες και διαφορετικές δυναμικές στην πορεία των διαπραγματεύσεων και να αναθερμάνει τις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών.